Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Διήγημα: Μεθυσμένος από πατρίδα


του Γλαύκου Μελάκη *

Ψιτ! Κύριε πόλισμαν; Εγώ σε φώναξα...εγώ !
Ο τύπος από δώ, φίλος μου είναι…..δε λέω, αλλά.....αλλά παρεκτρέπεται. Με είπε… έτσι δεν είπες, ρε; ..…"άνανδρο" με είπε. Παρακαλώ να συλληφθεί… Εξύβριση ! Εκτός κι αν ανακαλεσει.....ή το διορθώσει... Πως δεν ήθελε να πεί "άνανδρος" αλλά “άνυδρος”.... Τότε, ναι, να τον συγχωρήσω.....
Ε, ναί. Δεν με πειράζει το άνυδρος… Άνυδρος σημαίνει "χωρίς νερό".
Τι;;; Δεν το ξέρεις, όργανο; Δεν έχουμε νερό, πιά… ΚΑΙ το νεράκι, τέρμα ! Τώρα δίψα ! Δεν φτάνει η πείνα… όχι… Πρέπει καί να διψάσουμε… Αλλιώς, πώς; ….Πως αλλιώς θα μάς γονατίσουνε; Ε;; ξεχνάτε; Ξεχνάτε, ρε;;; όλοι σας;

Διήγημα : Ο σφαγέας


του Δημήτρη Απέργη *

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις εξήμιση ακριβώς. Άπλωσε το χέρι και το έκλεισε. Ύστερα ανακάθισε στο κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον ραγισμένο οβάλ καθρέφτη του μπουντουάρ. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όπως κάθε νύχτα. Το ίδιο όνειρο, ξανά και ξανά.

Διήγημα: Στολές


της Γιώτας Δ. Τσιλίκη *

(Για τις Γιώτα και Ματούλα που δεν είναι αριθμοί)

«Στάσου ρε», του φώναξε. «Ακίνητος, μην κάνεις βήμα». Ο μελαμψός άντρας πισωπατούσε κάνοντας μικρά φοβισμένα βηματάκια. Ήταν φανερό ότι ήθελε να αντισταθεί στο διώκτη του. Αυτός τον πλησίασε με την αδρεναλίνη να ξεχειλίζει από τα στενά του μανίκια. Συνέχισε να του δίνει εντολές, να εκτοξεύει απειλές πως θα τον πάει «μέσα». Ο μελαμψός άντρας δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του και μάζεψε τα κουράγια του για να πει «γκιατί πάω μέσα; Ντεν έκανα τίποτα». Τα χέρια του σε διάταση μάρτυρες της αθωότητάς του. Τα κορίτσια είχαν μαζευτεί στο παράθυρο και κοιτούσαν. «Άσε τον άνθρωπο, τι σου έκανε;» φώναξε μία. «Πάψε» της είπαν οι άλλες, θέλεις να βρεις το μπελά σου; «Θα βγω έξω τώρα» είπε αυτή αποφασιστικά. Ο ένστολος δεν της απάντησε, δε βλεφάρισε καν, ωστόσο είχε σταματήσει να φωνάζει σαν μανιακός. Με χαμηλωμένο τόνο συνέχισε να λέει μέσα από τα σφιγμένα του δόντια «Μείνε εκεί που είσαι, βήμα μην κάνεις» κι ο ταλαίπωρος αλλοδαπός συνέχισε να κάνει μικρά ανεπαίσθητα βηματάκια ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγει από το δόκανο.

Διήγημα : Αισθητικές κατακτήσεις ή ara*, όπως λέμε…κουκουνάρα


της Ελένης Μωυσιάδου - Δοξαστάκη *

Ο δημιουργός, που η ρεπόρτερ αποκαλούσε δάσκαλο,είπε:
-Πρώτα θα ήθελα να σας μιλήσω για τους στόχους μου που κατάφερα, ευτύχησα θα έλεγα, να δω υλοποιημένους σ’ αυτή τη σύνθεση και μ’ αυτή τη σύνθεση.
Ό,τι βλέπετε δεν είναι τίποτε άλλο από μεράκι. Είναι ο αγώνας και η αγωνία, θα έλεγα, του καλλιτέχνη για έκφραση, ο οποίος, μέσα από αναζητήσεις, πειραματισμούς και εντέλει κατακτήσεις, φθάνει μια ευλογημένη  στιγμή στην ολοκλήρωση της δικής του δημιουργικής  πρότασης ή και στη διατύπωση- μέσω του έργου του- μιας  δυναμικής αισθητικά αντιπρότασης.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Διήγημα: Τζάμπα..


της Μαρίας Γκούσια-Ρίζου *

«Τζάμπα. Καλά άκουσα. Τα κορίτσια το ‘παν δύο φορές. Να πάμε να μας εξετάσει ο γιατρός και τζάμπα όλα».
Η εικόνα είναι ξεκάθαρη και συγκεκριμένη για τη Ματούλα. Με την άκρη του πιρουνιού βρέχει την πίτα με λάδι και νερό και τη βάζει στο φούρνο. Έχει  κρατήσει στο μυαλό της την ημέρα που θα έρθουν απ’ το διπλανό χωριό οι άνθρωποι για την αιμοληψία.

Διήγημα: Μπορούμε κι αλλιώς


της Έφης Χαϊμάνη *

Για την Τ. και την Α. 

Οι φίλοι μου πάντα μου έλεγαν «Α ρε Μαράκι, πώς τα καταφέρνεις και είσαι πάντα αισιόδοξη?». Δεν ξέρω πως. Ίσως φταίει το dna. Ίσως το έχω από την φύση μου. Ίσως είναι και ένας τρόπος άμυνας. Ότι όμως και να μου συνέβαινε στη ζωή μου, πάντα έβρισκα την θετική πλευρά.

Διήγημα : Οι λέξεις έχουν φωνή


της Ιωάννας Μπαμπέτα *

Πού πηγαίνουν άραγε οι λέξεις που δεν έχεις τολμήσει να ξεστομίσεις;
Κι εκείνες που γράφτηκαν σε χαρτί κι έπειτα τσαλακώθηκαν και πετάχτηκαν πού να βρίσκονται;

Τέτοια κι άλλα σκεφτόταν ο Αλέξης περπατώντας για το σχολείο. Όταν αντίκριζε την Ελένη, το μυαλό του πάταγε φρένο και η καρδιά του γκάζι. Όσα κι αν είχε προγραμματίσει να της πει σβήνονταν και χάνονταν.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Διήγημα : Οι σιαμαίες κόρες


της Ελένης Μανιωράκη - Ζωϊδάκη *

(βραβεύθηκε με 2ο Έπαινο στους Πολιτιστικούς αγώνες 2007 του Δήμου Ηρακλείου)

Μια εκτός πολιτισμού πολιτεία, βρίσκεται αιώνες τώρα κρυμμένη πίσω από αδιάβατα βουνά, ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Μια απέραντη κοιλάδα της ΕΔΕΜ, που τα πάντα ανθούν τα πάντα καρποφορούν. Την διασχίζει ένας άλλοτε ήρεμος άλλοτε θολωμένος ποταμός που βρήκε πέρασμα μέσα από τη σχισμή των βουνών απελευθερώνοντας τα νερά ποιος ξέρει ποιας ακύμαντης λίμνης .

Διήγημα : Κάζοβαρ* η πόλη μας


του Γιάννη Πετσαλάκη **

Σήμερα ένας νέος επισκέφθηκε την πόλη μας.  Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα.  Φορούσε κόκκινα παπούτσια.  Το προσέξαμε αμέσως γιατί εμείς είμαστε πάντα ξυπόλυτοι.

Σήμερα συμπληρώσαμε 13 μέρες.  Σήμερα τέλειωσαν οι λάκκοι.  Πάει πια αυτό το ξεθεωτικό σκάψιμο.  Αμέσως μετά χυθήκαμε στα σπίτια.  Όλοι οι άλλοι, οι πολλοί κρύφτηκαν μέσα.  Οι φωνές μας πλημμύρισαν στους δρόμους.  Πίσω απ’ τα παράθυρα κρύβονταν μάτια που μας κοιτούσαν.  Μαντεύαμε το φόβο στα πρόσωπά τους.  Μα εμείς θα παρελάσουμε για τη νίκη μας.  Κραυγές ακούγονταν παντού.  Δίπλα μας οι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους.

Διήγημα: Το χρώμα της φασολάδας στο τρίτο βράσιμο


της Έφης Γεωργάκη *

«Μπορείς επιτέλους να μη  κοιτάς σα χαμένη;» Μου είπε πάλι την ώρα που κοίταζα την κατσαρόλα με τη φασολάδα.
«Που είσαι χαμένη;» Μου έλεγε η μάνα μου. Και στο σχολείο τα ίδια: «Είναι μέτρια, όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί χάνεται».
Χάνομαι στις δουλειές, στο διάβασμα, στα παιχνίδια, στο δρόμο, στα μαγαζιά, στη λαϊκή... ακόμα και πάνω από την κατσαρόλα....

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Saved by the fish


του Δημήτρη Απέργη *

Το όνομά μου είναι Φρανκ Άρμπογκαστ. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ ξεκινά χτες το βράδι. Ήμουν στο σπίτι μου στο Παλμ Μπητς με τον Ντέιβιντ και την Σούζαν. Η Σούζαν είναι η γυναίκα μου. Το σπίτι μου είναι απόμερο. Μια μονοκατοικία στην πλαγιά του βουνού, παρέα με τα έλατα. Περνούσαμε την βραδιά παίζοντας μπριτζ. Ήμασταν στην τέταρτη παρτίδα. Εγώ έπινα μπέρμπον. Είχα κατεβάσει το μισό μπουκάλι. Εκείνοι έπιναν τζιν. Τότε ένιωσα το χτύπημα στο κεφάλι. Ήταν από πίσω. Έπεσα με τα μούτρα στο περσικό χαλί και τα πάντα σκοτείνιασαν.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Πτήση 230


του Θοδωρή Κούτρη *

Ώρα 23:02, ημέρα Τετάρτη 13 Απριλίου. Ο άνεμος είχε κοπάσει από το απόγευμα, λίγο μετά το χαλάζι. Οι επιβάτες της πτήσης 230 από Βουδαπέστη προς Αθήνα περνούσαν ένας μετά τον άλλο στον διάδρομο που κατέληγε στην είσοδο του μικρού αεροπλάνου. Τους υποδέχθηκε με χαμόγελο η ξανθιά αεροσυνοδός ευχόμενη ένα καλό ταξίδι σε όλους.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Η ζωή εν οίκω ευγηρίας


της Ελένης Μανιωράκη - Ζωϊδάκη *

(διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό ARTA PRESS-Μεταίχμιο 2009)

Την έλεγαν «Πατριάρχαινα». Το δικό της όνομα είχε ξεχαστεί.  Όχι ότι ήταν δικό της αυτό το παρατσούκλι, ούτε ότι ταίριαζε στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά της. Μικροκαμωμένη, δειλή και άβουλη όπως ήταν, πού να χωρέσει σ' αυτό το μεγαλειώδες ψευδώνυμο. Το κληρονόμησε εξ' αδιαιρέτου από το σύζυγο της. "Πατριάρχη" τον έλεγαν και του πήγαινε γάντι.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Το σ.ε.ξ. και το σκούπισμα


της Έφης Γεωργάκη *

Το σ.ε.ξ και το σκούπισμα δεν πάνε με τίποτα μαζί. Ας πούμε ότι μόλις τελείωσες το σκούπισμα και ακόμα δεν έχεις μαζέψει τη σκούπα. Και έρχεται ο άλλος και σου κλείνει το μάτι πονηρά, ή σου το λέει ευθέως: πάμε για σ.ε.ξ; Τότε τι απαντάς; Ε, τι; Τις περισσότερες φορές λες πως θες να μαζέψεις τη σκούπα και να κάνεις ένα ντουζάκι. Τώρα αν δεν έχεις σκουπίσει και σου πει ο άλλος για σ.ε.ξ τον απομακρύνεις διακριτικά για να σκουπίσεις πρώτα. Και αν σου έρθει την ώρα που σκουπίζεις.... έ, αυτό δεν γίνεται με τίποτα. Και τότε πια είναι η λύση;

Διήγημα : Στην άκρη των δακτύλων


του Γιώργου Βακαλόπουλου *

Είχα πολύ καιρό να ακούσω κάτι για σένα. Κι ακόμα περισσότερο να σου μιλήσω. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος ήταν; Μου είπε τα νέα, μου έδωσε και μια διεύθυνση. Πού ήταν; Δεν έκανα ώρα να φτάσω. Είχε κόσμο πολύ μαζεμένο, τους περισσότερους δεν τους ήξερα, δεν μου έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Κάπου στο βάθος βρήκα τη μητέρα σου. Δεν την είχα γνωρίσει ποτέ, την αναγνώρισα όμως. Πώς; Τη ρώτησα πού σε έχουν. Την παρακάλεσα να μου δώσει λίγο χρόνο μαζί σου.

Διήγημα : Εικόνες στο χαρτί..


της Χριστίνας Καλογεροπούλου *

Πολλά πολλά χρόνια πριν, ζούσα ακριβώς πάνω από μια πολυσύχναστη λεωφόρο. Πολλά πολλά χρόνια πριν, γραφόμουν ανάμεσα σε πολύκροτα άρθρα και γελοιογραφίες και βρισκόμουν σε ασπρόμαυρες σελίδες εφημερίδας. Το πρόσωπό μου άφηνε μαύρους λεκέδες στα ανυποψίαστα δάχτυλα που ξεφύλλιζαν τις σελίδες. Πολλά πολλά χρόνια πριν, το πρόσωπό μου, μονοπωλούσε τις σελίδες. Δεν υπήρχε άλλη φιγούρα, εκτός από τη δική μου. Και ήταν πολλές οι σελίδες. Έφταναν και περίσσευαν για να αναδείξουν την ομορφιά κάθε ρανίδας του σώματός μου και κάθε τρίχα των στιλπνών, μαύρων μαλλιών μου.

Διήγημα : Tα λεφτά τα λεφτά (τα εκατομμύρια…)


του Δημήτρη Μποσκαΐνου *

Με την τσίμπλα στο μάτι, το μαλλί αφάνα απ’ τον ύπνο και με διάθεση ωχ κι αμάν αμάν κατευθύνομαι στο προπατζίδικο της γειτονιάς να πληρώσω ένα λογαριασμό της ΔΕΗ (123ε ..μας τ’άλλαξε τα φώτα πάλι ο Φραγκλίνος – γαμώ το χαρταετό του κι αυτουνού.)

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Διαδρομή ρουτίνας


του Γιάννη Πετσαλάκη *

Το λεωφορείο πλησίαζε προς τη στάση.  Μια γυναίκα στέκονταν μόνο.  Έκανε σήμα στον οδηγό να σταματήσει.  Σταμάτησε πράγματι.  Τσέκαρε το εισιτήριο και το υπεραστικό ξεκίνησε με ένα μουγκρητό.  Ήταν η μηχανή κι η επιτάχυνση που έδινε στις ρόδες.  Η γυναίκα προχώρησε στο διάδρομο, ήρθε και κάθισε δίπλα της.  Έβαλε τη τσάντα στη ποδιά της και σταύρωσε τα χέρια.  Της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.  Γύρισε και την κοίταξε με απορία.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Εκείνος.


της Ζωής Καλαμάκη *

Όλα ξεκίνησαν εκείνο το καλοκαίρι..Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι γι'αυτήν, είχε να αντιμετωπίσει πολλά.
Κοιτάζοντας έξω από το μπαλκόνι ακούγοντας τον ήχο της θάλασσας αγκαλιά με ένα μπουκάλι κρασί..
Κάθεται και κοιτάζει μπροστά της να περνάνε διάφορες εικόνες. Άσχημες αλλά και όμορφες. Ο ζεστός αέρας ακούμπαγε το πρόσωπό της, εκείνη όμως εκεί...

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Διήγημα : Μηχανισμοί [ ίδια τραύματα από την ανάποδη]


του Ανδρέα Πασσά *

Έχασα τον έλεγχο, εντελώς ξαφνικά, σαν να γύρισε ένας διακόπτης και η οργή χύθηκε μέσα μου με το πυρηνικό θρόισμα και το παλιρροικό σώμα της αγκαθωτό, συστρεφόμενο να με γεμίζει. Χρειάστηκε να σπάσω την ακαμψία μου για να μην πνιγώ, να ματώσω για να ξεφουσκώσει, ενώ ο πόνος καβαλούσε το χέρι μου. Οι φρέσκες πληγές ζωγραφίζονταν περίτεχνα πάνω του. Το κοιτούσα να αιμορραγεί, αίμα και σάρκα, κανένα από τα δυο δικά μου μέχρι να καταλαγιάσει το μένος. Εξωτικά όμορφες κόκκινες γραμμές, από τον πήχη να κατεβαίνουν στο μπράτσο και από πίσω κενό, ψυχρό σκοτάδι και απουσία. Μόνο τα ποτάμια μου.

 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan