Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Πτήση 230


του Θοδωρή Κούτρη *

Ώρα 23:02, ημέρα Τετάρτη 13 Απριλίου. Ο άνεμος είχε κοπάσει από το απόγευμα, λίγο μετά το χαλάζι. Οι επιβάτες της πτήσης 230 από Βουδαπέστη προς Αθήνα περνούσαν ένας μετά τον άλλο στον διάδρομο που κατέληγε στην είσοδο του μικρού αεροπλάνου. Τους υποδέχθηκε με χαμόγελο η ξανθιά αεροσυνοδός ευχόμενη ένα καλό ταξίδι σε όλους.

Ο νεαρός άντρας κοίταξε το εισιτήριο του, 19F. Τα καθίσματα ήταν τρία σε κάθε πλευρά δεξιά και αριστερά. Προσπέρασε τις πρώτες σειρές δίχως να ρίξει ματιά στα νούμερα. Κάπου στη μέση κοντοστάθηκε, κάποιος τον εμπόδιζε να περάσει. Ήταν ένας μελαχρινός άντρας με μούσι που ανέβαζε τον σάκο του στο ντουλάπι αποσκευών πριν καθίσει στη θέση του, 8A. Έπειτα προχώρησε προς το βάθος, δέχθηκε ένα δεύτερο χαμόγελο από την κοκκινομάλλα αεροσυνοδό και συνέχισε την πορεία του. Μετρούσε μια – μια τις σειρές συγχρονίζοντας το μέτρημα με τα βήματα του λες και δεν ήταν αριθμημένες με μεγάλα μαύρα γράμματα. Στη σειρά 15 σταμάτησε και κοίταξε πάλι το εισιτήριο του. Η γιαπωνέζα επιβάτης στη θέση 15F τον κάρφωσε με τα μάτια, το ίδιο κι εκείνος. Το ενοχλητικό γέλιο μιας νεανικής παρέας στα δεξιά του απέσπασε την προσοχή. Προχώρησε χωρίς άλλη καθυστέρηση στις πιο πίσω θέσεις. Η τρίτη μελαχρινή αεροσυνοδός του χαμογέλασε όπως και οι προηγούμενες δυο, η παρουσία της μπροστά του τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως είχε φτάσει στο τέρμα του διαδρόμου. Η 19F βρισκόταν στην τελευταία αριστερή σειρά του αεροσκάφους.
Ώρα 23:15. Ο πιλότος έβαλε μπρος τις μηχανές. Μικρές οθόνες άνοιξαν από ψηλά, εμπρός από τα καθίσματα των επιβατών δείχνοντας σε video τις απαραίτητες πληροφορίες ασφάλειας που έπρεπε να γνωρίζουν όλοι. Το αεροπλάνο άρχισε να κινείται, οι τρεις αεροσυνοδοί έλεγξαν τους πάντες αν έχουν δέσει τις ζώνες τους. Έπειτα ακούστηκε από το μεγάφωνο το μήνυμα υποδοχής και οι ευχές για μια καλή πτήση στα Ουγγρικά και στα Ελληνικά. Τα φώτα έσβησαν. Απογείωση.
Ησυχία επικράτησε στο αεροπλάνο. Κάποιοι κοιμόντουσαν ήδη στη βραδινή αυτή πτήση. Άλλοι απλά χαλάρωναν στα αναπαυτικά καθίσματα τους. Κάποιοι άλλοι όμως δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να ψιθυρίζουν από τη στιγμή που κάθισαν στις θέσεις τους. Ο Μιχάλης, η Γωγώ και η Κική. Θέσεις 15A, 15B, 15C. Σχολίαζαν το ελληνικό μήνυμα που ακούστηκε προ ολίγου από το μεγάφωνο, λόγω κακής προφοράς και λάθους τονισμού των λέξεων.
‘Καλώς ηρθάτε στο άεροπλανο μας!’ μιμούταν ο Μιχάλης τη φωνή και χασκογελούσαν οι τρεις μαζί.
‘Και η καθηγήτρια μας έτσι μιλούσε στην αρχή τα ελληνικά’ είπε η Γωγώ.
‘«Εγκώ μάθει Χαγκάρικα έσενα» μου είχε πει την πρώτη μέρα και έτρεχα στη μαμά κλαίγοντας γιατί νόμιζα ότι ήταν ρομπότ’ είπε γελώντας η Κική.
Ένας ηλικιωμένος από πίσω τους έκανε παρατήρηση να σωπάσουν. Εκείνοι υπάκουσαν, όμως δεν άντεξαν για πολύ να παραμείνουν μουγκοί. Ο Μιχάλης σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, κοίταξε προς τα πίσω. Το επανέλαβε άλλες δυο φορές.
‘Τι έπαθες;’ ρώτησε η Γωγώ.
‘Κάποιος έχει αναμμένο το φωτάκι στο προσκέφαλο του. Τελευταία σειρά αριστερά’ ψιθύρισε. Τα κορίτσια γύρισαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
‘Α, αυτός με το ξυρισμένο κεφάλι, τον είδα πριν. Ωραίος είναι!’ είπε η Κική ‘Κανείς δεν κάθεται δίπλα του. Μήπως θέλει παρέα, να πάω;’ γέλασε πονηρά.
‘Καλά μη χαίρεσαι, έχει άλλη σειρά. Η γιαπωνέζα στα δεξιά μας του έκανε ματάκια πριν.’ είπε η Γωγώ. Οι άλλοι δυο έστριψαν τα κεφάλια για να την κοιτάξουν. Η γιαπωνέζα άπλωσε εκείνη τη στιγμή το χέρι της και άναψε τη δική της λυχνία. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, έδειχνε ανήσυχη . Οι τρεις τους γύρισαν αστραπιαία τα βλέμματα προς το παράθυρο αριστερά.
‘Έχω την εντύπωση ότι αυτός ο καραφλός, πριν που έψαχνε τη θέση του, μίλησε με τον Άραβα που κάθετε πιο μπροστά μας.’
‘Ποιον Άραβα.. τον μελαχρινό με τα μούσια λες; Που έκανε φασαρία για τη θέση του;’ είπε η Γωγώ και οι τρεις ανασήκωσαν τα κορμιά τους. ‘Να τος εκεί. Παρατηρήσατε κάτι; Κάθετε.. κάθετε, δηλαδή και οι τρεις κάθονται..’
‘..δίπλα σε Παράθυρο!’ αναφώνησαν ταυτόχρονα.
‘Τυχαίο;’ ρώτησε ο Μιχάλης με γουρλωμένα μάτια.
‘Να σας πω κάτι..’ δίστασε για λίγο η Κική ‘.. η γιαπωνέζα άφησε αναμμένο το κινητό της μέσα σε χαρτοφύλακα πάνω στο ντουλάπι. Την παρατήρησα πριν που τον ανέβαζε και ξέχασα να σας το πω.’
Κοιτάχτηκαν στα μάτια φοβισμένοι, παρέμειναν σιωπηλοί για μερικά λεπτά. Κρατήθηκαν χέρι με χέρι. Οι χειρότερες εικόνες πέρασαν από το μυαλό τους. Το αεροπλάνο να πέφτει και να συνθλίβεται, να γίνεται αεροπειρατεία με προορισμό τη Συρία και να τους κρατάνε όμηρους, να ανατινάζεται το αεροσκάφος στον αέρα από κρυμμένα εκρηκτικά και άλλα πολλά. ‘Δε θέλω να πεθάνω τόσο νέα..’ έσπασε τη σιωπή η Γωγώ.
Τα φώτα άναψαν σε όλο το διάδρομο. Ήταν μια ανακούφιση και για τους τρεις. Οι αεροσυνοδοί κυλούσαν τα καρότσια και μοίραζαν σάντουιτς με χυμό και νερό στους επιβάτες.
«Κρέας ή Τυρί» ρώτησε στα αγγλικά.
‘Both’ απάντησε στην αεροσυνοδό ο Μιχάλης κι εκείνη του έδωσε ένα σάντουιτς μόνο με σαλάμι. ‘Μα καλά, μισοφτιαγμένο σάντουιτς θα φάμε;’ αναρωτήθηκε.
‘Σκάσε και τρώγε, ίσως να είναι το τελευταίο σου γεύμα.’ είπε με μαύρο χιούμορ η Κική, αν και μέσα της ακόμα έτρεμε. Μόνο όταν θα προσγειωνόταν το αεροπλάνο στο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ηρεμούσε πραγματικά.
Οι αεροσυνοδοί επέστρεψαν για να μαζέψουν τα σκουπίδια. Τα φώτα έσβησαν και πάλι. Οι μικρές οθόνες μπροστά από τα καθίσματα έδειχναν την πορεία του αεροπλάνου. Μόλις είχαν περάσει πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Λιγότερο από τη μισή διαδρομή έμενε μέχρι την Αθήνα. Ο Μιχάλης, η Κική και η Γωγώ δε σταμάτησαν να παρακολουθούν τα μυστήρια πρόσωπα των τριών επιβατών. Όλα έδειχνα να πηγαίνουν καλά μέχρι που οι οθόνες άρχισαν να κάνουν «χιονάκια» και να παραμορφώνεται η εικόνα τους ώσπου άσπρισε τελείως.
Ο μελαχρινός άντρας σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε μπροστά, στις Πρώτες Θέσεις. Ταυτόχρονα η γιαπωνέζα με χαμηλωμένο το πρόσωπο κινήθηκε βιαστικά πίσω προς την τουαλέτα. Στο τέλος του διαδρόμου παραπάτησε και κρατήθηκε από το τελευταίο κάθισμα αριστερά. Ο νεαρός με το ξυρισμένο κεφάλι άπλωσε τα χέρια του για να τη βοηθήσει, εκείνη στάθηκε και πάλι στα πόδια της μέχρι που εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο όλων.
‘Το είδατε αυτό;’ είπε η Κική πανικόβλητη ‘κάτι του έδωσε.’
‘Ο Άραβας πήγε μπροστά στον πιλότο’ συνέχισε ο Μιχάλης.
‘Κάτι πρέπει να κάνουμε.. κινδυνεύουμε’ είπε με τρόμο η Γωγώ.
‘Πρέπει να το πούμε σε όλους πριν να είναι αργά..’ πρότεινε η Κική όμως ο Μιχάλης την συγκράτησε.
‘Όχι δεν είναι καλή ιδέα. Θα επικρατήσει πανικός και ίσως γίνει χειρότερο κακό.’
‘Η κινέζα δεν έχει βγει ακόμα από την τουαλέτα. Πάω να δω τι κάνει.’ είπε κι έφυγε η Γωγώ.
Ο Μιχάλης και η Κική έμειναν μόνοι ‘Τι κάνουμε;’
Μάζεψαν όσο θάρρος έκρυβαν μέσα τους και χωρίστηκαν. Ο Μιχάλης προχώρησε ευθεία μπροστά και η Κική προς τα πίσω.
‘Μπορώ να καθίσω εδώ;’ ρώτησε τον νεαρό με το ξυρισμένο κεφάλι.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά χωρίς να μιλήσει. Γύρισε αμέσως σελίδα από το βιβλίο που κρατούσε σαν κάτι να έκρυψε . Το βιβλίο είχε τίτλο ‘Παγιδευμένοι’, η Κική ανατρίχιασε.
Η Γωγώ τράβηξε το χερούλι της τουαλέτας όμως η πόρτα δεν άνοιγε. Περίμενε λίγο και έπειτα χτύπησε με το χέρι της. Άκουσε μια φωνή από μέσα, δεν κατάλαβε τι της έλεγε. Όταν είδε την αεροσυνοδό να πλησιάζει άρχισε να φωνάζει
«Είναι μέσα κλεισμένη και θα ανατινάξει το αεροπλάνοοοοο»
Η Κική ακούγοντας τις φωνές της Γωγώς πανικοβλήθηκε. Άρπαξε το βιβλίο από τον νεαρό και έτρεξε στο διάδρομο.
Ο Μιχάλης στεκόταν πίσω από τις κουρτίνες των Πρώτων Θέσεων. Δείλιασε για μια στιγμή όμως δεν οπισθοχώρησε. Μόλις άπλωσε τα χέρια του για να τις τραβήξει, τα φώτα τρεμόσβησαν. Ταυτόχρονα έφτιαξαν οι μικρές οθόνες δείχνοντας την πορεία σχεδόν πάνω από την Αθήνα.
Το αεροπλάνο πήρε μια κατηφορική κλίση δεξιά και επιτάχυνε απότομα. Ο Μιχάλης βρέθηκε ξαφνικά έξω από το πιλοτήριο πέφτοντας πάνω στο μελαχρινό άντρα που κρατούσε ένα κατσαβίδι. Η Κική σωριάστηκε στη μέση του διαδρόμου φωνάζοντας «Πέφτουμεεεεεε. Θα πεθάνετε όλοιιιιι», ενώ η Γωγώ με την αεροσυνοδό άνοιξαν την πόρτα της τουαλέτας βρίσκοντας τη γιαπωνέζα μες τα αίματα.
Πανικός, τσιρίδες και κλάματα επικράτησαν τα επόμενα λεπτά. Μια αεροσυνοδός μίλησε από το μεγάφωνο στα ουγγρικά λέγοντας ότι το αεροπλάνο προσγειώνεται και να παραμείνουν όλοι στη θέση τους με δεμένες τις ζώνες. Φυσικά οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν μέχρι που το επανέλαβε στα αγγλικά. Η Κική σταμάτησε να φωνάζει υστερικά και τράβηξε μέσα από το βιβλίο μια φωτογραφία που προεξείχε . Την γύρισε ανάποδα…
Το αεροπλάνο πάτησε Ελλάδα τσουλώντας τα ροδάκια του στο έδαφος . Οι επιβάτες χειροκρότησαν ανακουφισμένοι.
Η Γωγώ σοκαρισμένη είδε την αεροσυνοδό να δίνει στην γιαπωνέζα μια σερβιέτα και μερικά υγρά πανάκια καθαρισμού. Η Κική έδωσε πίσω στον νεαρό το βιβλίο και τη φωτογραφία, στην οποία απεικονιζόταν ο ίδιος αγκαλιά με ένα φίλο του μέσα σε ένα πλαίσιο από τα ομορφότερα μνημεία της Βουδαπέστης, ζητώντας του συγνώμη. Είχε κι εκείνη μια παρόμοια φωτογραφία με τη Γωγώ και τον Μιχάλη. Την έβγαλαν σε ένα αυτόματο μηχάνημα στην αυλή του Βασιλικού Κάστρου.
Ο μελαχρινός άντρας ήταν πρώην υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας που βοήθησε να επισκευαστούν οι μικρές οθόνες .
Οι τρεις τους κάθισαν ντροπιασμένοι πίσω στις θέσεις τους. Πόσο έξω είχαν πέσει; Οι αεροσυνοδοί τους έδωσαν μερικά ακόμα σάντουιτς και χυμό για να τους ηρεμίσουν πριν αποβιβαστούν. Ο ηλικιωμένος από πίσω παλιόπαιδα τους ανέβαζε, κακομαθημένα τους κατέβαζε.
‘Ευκαρίστουμε που διαλεξάτε την εταιρία μας για το τάξιδι αυτό!’ ήταν τα ηχογραφημένα λόγια που ακούστηκαν από το μεγάφωνο και έκαναν τα τρία παιδιά να γελάσουν όπως στο ξεκίνημα της πτήσης.

Ώρα 02:15. Βγήκαν τελευταίοι από το αεροπλάνο αποχαιρετώντας τις αεροσυνοδούς με ζαβολιάρικα χαμόγελα. Έξω περίμενε ο πατέρας τους. Στο αμάξι του εξήγησαν τι συνέβη και πόσο σίγουροι ήταν για τη συνομωσία που προσπάθησαν να ξεσκεπάσουν για να σώσουν το πλήρωμα και τους επιβάτες. Το αμάξι φρέναρε απότομα σε ένα κόκκινο φανάρι, δίπλα τους βρισκόταν ακίνητο ένα κίτρινο ταξί με τρεις επιβάτες. Το μελαχρινό άντρα, την γιαπωνέζα και τον νεαρό με το ξυρισμένο κεφάλι. Τα παιδιά κρυφτήκαν αμέσως κάτω από το πίσω παράθυρο.
‘Κι αυτό τυχαίο;’ είπε ο Μιχάλης έξαλος.
‘Ε, μην είμαστε και παρανοϊκοί τώρα. Αφού τους ξέρουμε τους ταξιτζήδες στην Αθήνα. Ότι προλάβουν να μπάσουν.’ συνέχισε η Γωγώ.
‘Τον ταξιτζή τον είδατε;’ είπε με τρεμάμενα χείλη η Κική. Σήκωσαν ελάχιστα εκατοστά τα κεφάλια τους. Ο ηλικιωμένος άντρας που τους έκανε παρατηρήσεις στο αεροπλάνο, καθόταν στη θέση του οδηγού.
‘Μπαμπά, αυτοί είναι.. ακολούθησε τους!’ φώναξαν και οι τρεις μαζί.
‘Δε γίνεται..’ αρνήθηκε εκείνος με φωνή που φανέρωνε μυστήριο ‘..πρέπει να βρούμε τη μάνα σας, ξύπνησα για να έρθω στο αεροδρόμιο να σας πάρω και δεν κοιμόταν πλάι μου στο κρεβάτι..’

‘Ωχχχ όχι πάλι..’ ούρλιαξαν ταυτόχρονα η Κική, η Γωγώ και ο Μιχάλης ‘..εξωγήινοι;’.


* Ο Θοδωρής Κούτρης γεννήθηκε στη Ρόδο το 1980. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων. Το 2009 μετακόμισε στην Αθήνα με σκοπό να παρακολουθήσει σεμινάρια Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής. Αγαπάει τον κινηματογράφο, τα βιβλία, το θέατρο και τα puzzle. Το 2010 πήρε τον 1ο του Έπαινο για το διήγημα «Γαμήλια Δεξίωση» από τον ηλεκτρονικό διαγωνισμό ‘ΛόγωΤέχνης’. Διατηρεί το ιστολόγιο: e-στορίες


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...