Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Διήγημα : Η ζωή εν οίκω ευγηρίας


της Ελένης Μανιωράκη - Ζωϊδάκη *

(διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό ARTA PRESS-Μεταίχμιο 2009)

Την έλεγαν «Πατριάρχαινα». Το δικό της όνομα είχε ξεχαστεί.  Όχι ότι ήταν δικό της αυτό το παρατσούκλι, ούτε ότι ταίριαζε στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά της. Μικροκαμωμένη, δειλή και άβουλη όπως ήταν, πού να χωρέσει σ' αυτό το μεγαλειώδες ψευδώνυμο. Το κληρονόμησε εξ' αδιαιρέτου από το σύζυγο της. "Πατριάρχη" τον έλεγαν και του πήγαινε γάντι.
Ψηλός, δεσποτικός, με όψη αγριωπή, διαφέντευε όχι μόνο τα του οίκου του, αλλά και τα του χωριού. Δεν είχε όμως την τύχη να παίξει το ρόλο του πατέρα. Η άμοιρη Πολύμνια (αυτό ήταν το βαφτιστικό της),όταν την πλησίαζε ερωτικά ο «Πατριάρχης» κι άπλωνε άτσαλα τις χερούκλες του πάνω της, ένιωθε τέτοια τρομάρα, που το κορμί της αρνιόταν να δεχτεί το σπόρο του. Ένιωθε τα χέρια του πλοκάμια του θανάτου να την αγκαλιάζουν ασφυκτικά, το στόμα του να της ρουφάει την πνοή και το σώμα του ταφόπετρα πάνω στο τρομαγμένο δικό της σώμα.
Άκληρος λοιπόν πέθανε ο «Πατριάρχης» κάτω από την άγρυπνη φροντίδα και καλοσύνη της Πολύμνιας εισπράττοντας μαζί με τον επιθανάτιο ρόγχο του το πρώτο και τελευταίο αληθινό της χάδι.
Κι ενώ αυτός πήρε το δρόμο για τη χώρα τού Πλούτωνα, αυτή πήρε την άγουσα για «το(ν)οίκο εγηρίας»,όπως έλεγαν οι γειτόνισσες παραξενεμένες που δεν τους είχε πει ποτέ τίποτα για αυτόν «το Νίκο».
Κι η Πολύμνια αγνοούσε την ύπαρξή του κι όταν βρέθηκε σ' αυτόν ήταν να σαν βρέθηκε σε έναν καινούριο κόσμο. Οι περισσότερες συγκάτοικές της (ίσως οι πιο τυχερές) έμοιαζαν να μην έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα.
Είχαν μεταφερθεί σε ένα νοητό κόσμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους και πορευόταν ανάλογα.
Τα’ χασε η Πολύμνια, αλλά αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όρισε καθημερινή της ενασχόληση την παρακολούθηση αυτού του θεάτρου του παράλογου που εξελισσόταν δίπλα της και κατέγραφε τα διαδραματιζόμενα έμπροσθεν της αλλόκοτα, στου νου της το μισογραμμένο βιβλίο.
Έγινε φίλη με την Παπαδιώ, τη Φλουρή, τη Μαργή, την Ερμιόνη, την επονομαζόμενη αειπάρθενο και όλη την ασπροφορεμένη εξουσία.
Μεταφέρθηκε στον κόσμο τους κι έκτισε κοντά τους το δικό της.
Η Παπαδιώ, είχε υιοθετήσει μια κατάκοιτη μισολιωμένη γριούλα για δική της κόρη κι έταξε καθημερινή της ενασχόληση να τη φροντίζει, να την ταΐζει και να την κανακεύει. Ζητιάνευε, ή κι έκλεβε καλούδια για να τα κομίσει στο αιώνια πεινασμένο όπως νόμιζε κοκκαλιάρικο κοριτσάκι της.
Και μπούκωνε τη φαφούτα κόρη με τέτοια μανία, που έφτανε στο σημείο η παριστάνουσα το νήπιο γριούλα να κάνει εμετό και να επιστρέφει σχεδόν αμάσητα όλα όσα με πόνο και με μπαμπεσιά τής προσκόμισε η αγάπη της «μάνας».
Το βράδυ ο θάλαμος κι όχι μόνο, γλυκοκοιμόταν υπό τους ήχους του τραγουδιού τής Παπαδιώς που νανούριζε την υιοθετηθείσα κόρη με τέτοια γλύκα και πόνο που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για τα μητρικά της αισθήματα.
Της είχε δώσει κι ένα παράξενο όνομα. Tη φώναζε Βερνίκη.
Τα' χασαν οι συγκάτοικες.
- Καλέ τι όνομα είναι αυτό; Ρωτούσαν παραξενευμένες η μια την άλλη. Δεν το πολυεξέτασαν όμως «Βερνίκη» την ήθελε η μάνα της «Βερνίκη» τη φώναζαν κι αυτές
Στη Βερενίκη (αυτό ήταν μάλλον το όνομά της) έδινε καθημερινά η Παπαδιώ όλα τα αποθηκευμένα συναισθήματα αγάπης και φροντίδας. Και η ικανοποίηση του ανικανοποίητου σφράγιζε τη ρυτιδωμένη μορφή της. Βρήκε μάλλον στο άχαρο αυτό άσυλο, όλη τη χαρά που της στέρησε η άπονη ζωή των ογδόντα και πάνω χρόνων της για κάποιο παιδί που πόθησε και ποτέ δεν απόκτησε; ή κάποιο που της πήρε ο θεός κατά την κακιά του συνήθεια να κλέβει τα παιδιά των μανάδων για να ενισχύσει τα τάγματα των δικών του αγγέλων.
«Το αγαπούσε θεός και το πήρε». Έτσι συνήθιζαν να λένε, για να δίνουν κουράγιο στη μάνα και άφεση αμαρτιών στο θεό.
Η γλυκιά πανύψηλη Φλουρή είχε το κτίσει κι αυτή μέσα στο μουντό τούτο κτίριο, το δικό της κόσμο.
Αυτή η αγράμματη γερόντισσα με την περήφανη κορμοστασιά με ύφος αρχαίας ιέρειας διεκπεραίωνε (κάθε πανσέληνο) ένα περίεργο τελετουργικό υποσυνείδητων μάλλον αναμνήσεων από μια παμπάλαια ζωή πέρα από τα γήινα σύνορα. Άφηνε ξέπλεκα τα παρά το περασμένο τής ηλικίας πλούσια μαλλιά της, φορούσε μοναδικό ρούχο πάνω στο γυμνό κορμί της ένα τριμμένο κάτασπρο σεντόνι σαν σάβανο κι άρχιζε την παράσταση.
Κρατούσε με λατρεία (ανάποδα) ένα κουρελιασμένο βιβλίο και απήγγειλε σε γλώσσα (που μόνο οι μορφωμένοι μιλούσαν κατά κοινή διαπίστωση του ακροατηρίου) στίχους, κάθε μέρα και καινούριους, κάθε μέρα και διαφορετικούς
Λόγια ακατάληπτα όχι μόνο για το ακροατήριο ,αλλά και για την ίδια. Ξεκομμένη παντελώς από τα γήινα συνόδευε την απαγγελία της με τέτοιες χειρονομίες και μορφασμούς που άφηναν όλες τον κόσμο τής απάθειας και παρακολουθούσαν άφωνες το λατρευτικό δρώμενο.
Στην πραγματικότητα ήταν ένα ενορχηστρωμένο μοιρολόι που θύμιζε θρήνο αρχαίας τραγωδίας. Ηρωίδα σύγχρονης τραγωδίας η ίδια έβγαζε από μέσα της όχι μόνο τον πόνο που ο στοργικός θεός θέλησε να τη φιλέψει, αλλά και τα κανακέματα και τα νανουρίσματα που δεν πρόλαβε να δώσει στα παιδιά της.
Η άτυχη Φλουρή, που ο θεός, όπως την έπεισαν, αγαπούσε περισσότερο τα παιδιά της απ' ότι η ίδια τής τα έκλεψε όλα ένα – ένα. Πέντε παιδιά γέννησε. Και τι παιδιά! Αγγελούδια!
Μα πριν προλάβει να ευωδιάσει η αγκαλιά της από τη μωρουδίστικη μυρωδιά, που κατοχυρώνει την αγιότητα σε κάθε μάνα, «ος τα πανθ' ορά» τα αποσπούσε χωρίς ντροπή από τη μητρική ασφάλεια και τα εγκαθιστούσε σε τόπο χλοερό. Τα ήθελε λέει κοντά του να πλαισιώσουν τη φρουρά του, αυτά τα νήπια τάγματα των αγγέλων. Μετακόμισε κι η μάνα στα αιθέρια δώματα πλάι στα σπλάχνα της κι από εκεί κατ' ανάγκη την μετέφεραν οι άκαρδοι συγγενείς στο άψυχο γηροκομείο.
Στον κόσμο της φαντασίας και της πλάνης η Φλουρή περνάει τα στερνά της παρέα με τα παιδιά που γέννησε μα δε χάρηκε. «Ω! ποία ευτυχία»!
Έδινε όμως κι η Μαργή τη δική της παράσταση. Η Μαργή, αυτή η Φωνακλού έμοιαζε να κρύβει τεράστιες ποσότητες κακίας μέσα της. Τόσο τεράστιες που δεν της έφταναν όλες οι ώρες του εικοσιτετραώρου, να την εκφράζει, πότε με βρισιές και κατάρες, πότε με δάκρυα και παράπονα.
Ήταν όμως τόσο κωμικός ο τρόπος που τα αράδιαζε, που αντί να ενοχλούν, γινόταν αιτία γέλιου και διασκέδασης. Ήταν ο γελωτοποιός τους. Ντυνόταν και βαφόταν σαν συνταξιούχα πόρνη. «Πρέπει να ήταν ομορφογυναίκα στα νιάτα της και ξεδιάντροπη» ήταν το μουρμουρητό τού ακροατηρίου, που απαραίτητα συνόδευε την κάθε της εμφάνιση.
Κάποιες μεγάλες ελλείψεις, ίσως τον ερωτικό τομέα ή το θερμό θαμμένο ταπεραμέντο της, την έκαναν να αναζητά τον έρωτα σε βαθειά γεράματα, στον μίζερο και «κατ’ευφημισμόν ονομαζόμενον οίκο ευγηρίας».
Το παράξενο ήταν ότι κάποιες φορές τον έβρισκε στο πρόσωπο κάποιου αόρατου εραστή. Τότε εξελισσόταν μπροστά στα μάτια των ντροπαλών γεροντισσών η εκτέλεση μιας τέλειας ερωτικής πράξης με τόσα βογγητά, αναστενάγματα και άσεμνες φράσεις που έκλειναν οι υπεύθυνοι τα παράθυρα μη και ξεπορτίσουν τα αναστενάγματα της Μαργής και πέσει από την υπόληψη των γειτόνων, ο από όλους αποδεχτός τάφος των ζωντανών νεκρών.
Μα κι οι σεμνότυφες γερόντισσες έκλειναν δήθεν τ' αφτιά τους και σταυροκοπιόταν.
Ίσως και να έστελναν βουβή ικεσία στον ύψιστο να αξιώσει και σ' αυτές να βιώσουν κάτι παρόμοιο για να το πάρουν μαζί τους στον τάφο, γλυκό ενθύμιο της ύστατης γήινης στιγμής τους.
Στη διάρκεια μιας τέτοιας ερωτικής στιγμής κι ενώ διαγραφόταν στο πρόσωπο της η μάσκα της υπέρτατης ηδονής μαζί με τον τελευταίο σπασμό έμελλε να πάρει και τον τελευταίο ασπασμό.
Ασπάστηκαν όλες το ρυτιδωμένο ωχρό, νεκρικό πρόσωπο το σφραγισμένο με τα δώρα του έρωτα, με συγκίνηση και καυτά δάκρυα. Ασυναίσθητα; Για να την αποχαιρετήσουν; Ή για να τύχουν κι αυτές ενός παρόμοιου ευτυχισμένου, ηδονικού τέλους;
Η άλλη πάλι, η Ερμιόνη, η επονομαζόμενη «αειπάρθενος» είχε γυρίσει το ρολόι τού χρόνου πίσω και παρίστανε τη δεκαεξάχρονη παιδούλα. Καθόταν ντροπαλή με χαμηλωμένα μάτια με μια σεμνότητα αγίας τυπωμένη στη ρυτιδιασμένη μορφή της.
Σαν να κουβαλούσε πάνω της την αθωότητα δέκα παρθένων, τραβούσε με μανία τη γεροντίστικη φούστα της μέχρι τους αστραγάλους. Αντί όμως η δανεική ζωή της να είναι στολισμένη με τα δώρα της νιότης και του έρωτα κουβαλούσε πάνω της τα πάθη και τον όλεθρο ενός πολέμου που έζησε στο πετσί της στα τρυφερά χρόνια τής εφηβείας της.
Σ' αυτό το πισωγύρισμα τόσο έντονα ήταν αποτυπωμένος ο φόβος στα διεσταλμένα μάτια της Ερμιόνης, που και τα μάτια που την παρακολουθούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία γέμιζαν κι αυτά από του ίδιου φόβου την τρομάρα. Έφταναν στο σημείο να συμμετέχουν οι συγκάτοικες σ' αυτή την εμπόλεμη κατάσταση τόσο ζωντανά κάθε φορά που οι φανταστικοί εχθροί ξετρύπωναν από το μυαλό της Ερμιόνης, ώστε χρειαζόταν να επιστρατευτούν ακόμη και οι κηπουροί για να ξετρυπώσουν τις «πολιορκημένες» από τα πρόχειρα καταφύγια τους .
Τύχαινε να έχουν και θύματα κάποιες φορές, όταν έσερναν με το ζόρι κάποια σκεβρωμένη γριούλα κάτω από το γεροντικό της κρεβάτι. Την παράσταση όμως έκλεβε η πρωταγωνίστρια που όταν την ξετρύπωναν με χίλια βάσανα από την κρυψώνα της, ήταν όπως τη γέννησε η μάννα της, με τις ογδόντα πέντε σφραγίδες φθοράς του χρόνου τυπωμένες στο γυμνό τσαλακωμένο κορμί της.
Με το ένα χέρι, φύλλο συκής στο μαδημένο και συρρικνωμένο σημείο της και τ'άλλο στα ξεπεσμένα της βυζιά, κραύγαζε ολοφυρόμενη την ίδια πάντα φράση κλειδί «μη είμαι παρθένα,τ' ορκίζομαι,μη θα φαρμακωθώ».
Και δώσ' του από την αρχή το ίδιο τροπάρι μέχρι να πέσει ξερή κάτω, προσφέροντας φόρο τιμής στους εχθρούς της πατρίδος την πολύτιμη για εκείνα τα χρόνια παρθενιά της.
Τι αξεπέραστο βίωμα κουβαλούσε η έρημη Ερμιόνη από τα φρικτά χρόνια του πολέμου που σημάδεψε για πάντα τη ζωή της και δεν της άφησε περιθώριο να γευτεί τις χαρές τού γάμου και της μητρότητας!
Κυκλοφορούσε στο ίδρυμα η φήμη ότι ο άνδρας που της έδωσαν αναγκάστηκε (και με τις ευλογίες του πατρός της) να την κρατήσει στο σπίτι σαν δούλα στην δεύτερη σύζυγος του, αφού η Ερμιόνη δεν του επέτρεψε ποτέ να συνευρεθεί μαζί της στη νυμφική τους παστάδα. Αειπάρθενος λοιπόν η πολύπαθη Ερμιόνη. Αειπάρθενος η βιασθείσα μια φορά κατά τον καιρό του πολέμου κόρη και κατ’επανάληψη βιασθείσα από τα ενθύμια που κουβαλούσε ανεξίτηλα στη μνήμη της.
Αυτά συνέβαιναν στο θάλαμο των γυναικών, γιατί η πρόσβασή τους στην ανδρική πτέρυγα ήταν απαγορευμένη. Οι αγριοφωνάρες όμως των ομοιοπαθών ανδρών πολλές φορές έσχιζαν το φράγμα του τοίχου κι έφταναν απειλητικές στα αφτιά τού ασθενούς φύλου. Κι άκουγες το στρατηγό να φωνάζει «εφ’ όπλου λόγχη» και να έχει στήσει σε θέση μάχης το ηρωικό τάγμα του, γεροντάκια που τους έβγαζε την ψυχή μέχρι που να δράσει η ισχυρή δόση ηρεμιστικού που του χορηγούσε η άκαρδη εξουσία. Αυτός όμως είχε προλάβει να δρέψει νίκες και δόξες που τον συνόδευαν σε ένα μακάριο βίο με τα παράσημα να πηγαινοέρχονται από το ένα μανίκι στο άλλο.
Το γούστο του όμως είχε κι ο Φώτακας. Ένας ομορφάντρας που είχε τη φήμη μεγάλου γυναικοκαταχτητή. Ντυμένος στην τρίχα με την πυργιαντίνη να γυαλίζει πάνω στο κεφάλι με τ΄ανύπαρκα μαλλιά, έστηνε καρτέρι στον έρωτα. Και κατά παράδοξο τρόπο μάλλον ερχόταν ο αναμενόμενος έρωτας, αερικό, γέννημα του μυαλού του.
Είχε όμως πάντα «οικτρόν τέλος». Διότι ο επίδοξος εραστής ποτέ δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει τον ανδρικό μηχανισμό του.
Τον εξέθετε τότε σε δημόσια θέα μαραμένο και άψυχο, διασωληνωμένο και αξιοθρήνητο. Τον μάλωνε τότε χαμηλόφωνα, τον παρακαλούσε και τον ρωτούσε με σπαραξικάρδια φωνή «γιατί; γιατί του το κάνει αυτό; αυτός ο ακατανίκητος που τον έβγαζε πάντα ασπροπρόσωπο, αυτός που του χάρισε τόσες νίκες τώρα γιατί;
Τα παρακάλια και τα χάδια όμως δεν έπιαναν τόπο και τότε κήδευε με πίκρα και καϋμό το χαμό της ανδρικής του ρομφαίας παρά τα παρηγορητικά λόγια των ομοιοπαθών συγκατοίκων του.
Αυτά κι άλλα παράξενα ζούσε η Πολύμνια(που τα είχε τετρακόσια)σ' αυτό το κατοικητήριο των ζοφερών γερατειών. Αυτή όμως καλά περνούσε.
Είχε ανθρώπους να ανταλλάξει μια κουβέντα. Ο φόβος του «Πατριάρχη» που της παρέλυε τα μέλη, αντικαταστάθηκε από την ασφάλεια και τη σιγουριά.
Ήθελε όμως να βγουν προς τα έξω, να μάθουν κι άλλοι τα μυστικά δρώμενα «εντός του νοίκου». Με τα κολλυβογράμματα που ήξερε τα κατέγραφε φύρδην μείγδην σε κάτι παλιόχαρτα. Ένα βράδυ τα έχωσε κρυφά την ώρα του καληνυχτίσματος στην τσέπη μιας συχνής επισκέπτριας, που φίλευε και την ίδια με έναν καλό λόγο όταν ερχόταν να επισκεφτεί μια μάνα φυτό που βρισκόταν ατάραχη στο διπλανό θάλαμο. Μια επιθυμία της έγκλειστης στον «οίκο ευγηρίας» Πολύμνιας παίρνει σάρκα και οστά σ ΄ αυτή εδώ τη σελίδα με μια ένοχη απορία δίκαια να πλανιέται στο πίσω-πίσω μέρος του μυαλού.
«Γεροντική άνοια, ή ταξίδεμα σ' άλλα σύμπαντα»; Απάρνηση του παρόντος ή επιλεκτική μνήμη; Κατάρα ή ευχή είναι αυτό που δίνεται σαν τελευταίο θείο δώρο στους υποψήφιους να μεταναστεύσουν στη χώρα των σκιών, για να γλυκάνει την πίκρα της απονιάς, της αχαριστίας και της εγκατάλειψης στα ζωντανά και απάνθρωπα αυτά κολαστήρια από πολύ, πολύ αγαπημένους.

* Η Ελένη Μανιωράκη – Ζωϊδάκη γεννήθηκε στον Πανασσό Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Έχει εκδόσει τις ποιητικές συλλογές: «Τον έρωτα τραγούδησα, τη φύση και το άπιαστο», «Στην ενδοχώρα των αισθημάτων», «Με τα φτερά του Πήγασου», τα μυθιστορήματα «η ορχήστρα των θεών και μια παραφωνία»  και «Φιλοξενία κι έρωτας στα χρόνια της λέπρας» (υπό έκδοση). Έχει βραβευτεί έξι φορές σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και μία σε διεθνή. Ποιήματά και σχόλια της δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο, στα περιοδικά «Πνευματικοί Σταλακτίτες», «Εκπαιδευτικοί προσανατολισμοί», «Δευκαλίων ο Θεσσαλός «Λογοτεχνική δημιουργία» «Νέα Αριάδνη» κ.α. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών, της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών ΑΘΗΝΑ και του Συνδέσμου Λογοτεχνών Ηρακλείου ΚΡΗΤΗ.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...