Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Διήγημα : Το γερασμένο λουλούδι


της Κατερίνας Μανιουδάκη *

Περπατούσα στην δροσερή άμμο, μ’ ένα γράμμα στα χέρια μου. Τα Μάταλα ήταν ακριβώς όπως τα περιέγραφε στα γράμματα ο Μπομπ. Ένα όμορφο γραφικό ψαροχώρι της νότιας Κρήτης. Είχα μαγευτεί από τη φυσική ομορφιά του τόπου, που τόσα είχα διαβάσει. Δεν ήταν μόνο η θάλασσα ήταν όλα μαζί. Ο βραχώδης ημικύκλιος κλειστός κόλπος, τα λίγα σπίτια των χωρικών που ήταν στριμωγμένα στο λιμανάκι. Και φυσικά οι σπηλιές που μέσα τους καθρεπτιζόταν ο μινωικός πολιτισμός.

Όπως πλησίαζα την παραλία, ένιωθα πως άγγιζα ένα μύθο. Ανέβηκα στο βράχο για να δω από κοντά τις σπηλιές. Οι χίπις ζούσαν στη φύση μια φυσιολογική ζωή. Μερικοί είχαν κουρτίνες στις σπηλιές τους αντί για πόρτες. Γυναίκες, γέροι, άντρες, γύρω μου. Και μικρά παιδιά να περπατούν γυμνά στην άμμο. Η περιέργεια μου με οδήγησε σε μια σπηλιά όπου έλειπαν οι ένοικοι της. Άνοιξα την πορτοκαλί κουρτίνα και κοίταξα μέσα. Ένα sleeping bag στρωμένο κάτω στο χώμα, με ένα λουλουδάτο σεντόνι ακουμπισμένο απάνω του. Δίπλα του, δύο πιάτα με ένα πιρούνι, μια λάμπα πετρελαίου, δύο κεριά και ένα πολυχρησιμοποιημένο μαύρο από τη φωτιά τηγάνι. Βγήκα από τη σπηλιά. Το είχα αποφασίσει ήδη ότι θα ζήσω εδώ.

Έφυγα από εκεί και γύριζα στο μικροσκοπικό χωριό. Έψαχνα το καφενείο για να πάρω νερό και να τσιμπήσω κάτι. Ένα κορίτσι με προσπέρασε. Της φώναξα για να την ρωτήσω να μου πει που είναι το καφενείο. Δεν καταλάβαινε τη γλώσσα μου. Της γέλασα και κοκκίνισε, μα μου έδωσε το χαμόγελο που της ζητούσα επίμονα. Μου μιλούσε ελληνικά και μου έλεγε κάτι. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Είδα την προσπάθεια της, ήθελε να με βοηθήσει. Μου έπιασε το χέρι και με τράβηξε στο δρόμο της. Προχωρούσαμε και είχαμε βγει έξω από το χωριό. Σίγουρα δεν είχε καταλάβει που ήθελα να πάω. Αλλά δεν με ένοιαζε. Θα την ακολουθούσα όπου και αν πήγαινε.

Κάποια στιγμή σταμάτησε και μου έδειχνε να πάω μπροστά ενώ αυτή γύριζε πίσω. Κοίταξα το μέρος που με είχε πάει. Ήταν μια παραλία. Πλησίασα πιο κοντά και είδα λίγο κόσμο. Ήταν μια παραλία γυμνιστών. Γύρισα να δω το κορίτσι, αλλά είχε εξαφανιστεί. Έτρεξα να τη βρω. Ξαφνικά απρόσμενος καιρός, άρχισε να βρέχει. Δεν ήξερα που να πάω δεν ήθελα να βραχούν τα πράγματα μου και τα βιβλία μου.

Μπήκα σε ένα χωράφι να βρω ένα δέντρο να καλυφτώ από την μανιασμένη βροχή. Κάτω από μια ελιά ήταν το κορίτσι που είχα ακολουθήσει πριν. Ήταν τρομαγμένη. Την πλησίασα. Είχε γίνει μούσκεμα. Άνοιξα το σακίδιο μου έβγαλα μια ζακέτα και την έβαλα επάνω της. Ήταν μικρή, πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαεπτά . Μου γέλασε με αυτό το αγνό χαμόγελο της ηλικίας της.

Εκεί που καθόμασταν,  ήρθε από το πουθενά ένας παππούς. Προχωρούσε μέσα στη βροχή με ένα μπαστούνι και με λασπωμένα  κρητικά στιβάνια.  Η μικρή κρύφτηκε πίσω μου. Μόλις απομακρύνθηκε ο παππούς, ήρθε δίπλα μου ακούμπησε το μικρό κεφάλι της στον ώμο μου. Ήθελα να φιλήσω τα μικροσκοπικά χείλη της. Συγκρατήθηκα.  Δεν ήθελα να φύγω από δίπλα της. Τα βρεγμένα μαλλιά της μοσχοβολούσαν ένα μεθυστικό άρωμα που πρώτη φορά μύριζα. Δεν άντεξα. Φίλησα τα μαλλιά της. Τρόμαξε.

Σηκώθηκε να φύγει μα δεν πρόλαβε. Ακουστήκαν φωνές. Μας πλησίασε πολύς κόσμος. Ένας άντρας μεγάλος σε ηλικία έπιασε το κορίτσι και το χαστούκισε με όλη του τη δύναμη. Πίσω του ο παππούς που μας είχε δει πριν. Αυτή δεν μίλησε. Εγώ προσπάθησα να τον σταματήσω μα με είχαν ήδη πιάσει δυο αστυνομικοί. Το κορίτσι μόλις τους είδε άρχισε να φωνάζει και να λέει μια ιστορία που εγώ δεν καταλάβαινα. Ένας αστυνομικός που ήξερε αγγλικά με ρώτησε αν ήταν αλήθεια αυτά που έλεγε το κορίτσι. «τι λέει;» τον ρώτησα μα αυτός αντί για απάντηση μου έδωσε μια κλωτσιά στα γεννητικά όργανα.

Στο αστυνομικό τμήμα του Ηράκλειου έμαθα ότι με κατηγορούσαν για  αποπλάνηση ανηλίκου. Δεν μου είχε κάνει μήνυση η μικρή, μα η οικογένεια της. Η κυβέρνηση της Ελλάδας έβγαλε ανακοίνωση ότι δίνουν προθεσμία μια εβδομάδα στους χίπις των Ματάλων για να φύγουν. Με είχαν δηλώσει χίπη που τόσο πολύ ήθελα να γίνω αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο.

Μετά από έξι μήνες ταλαιπωρία, φυλακή, εξορία, ταπείνωση ξαναγύρισα στα Μάταλα για να τη βρω. Είχα μάθει λίγα ελληνικά για να μπορώ να συνεννοηθώ. Δεν ήξερα ούτε το όνομα της. Μπήκα στο φούρνο του χωρίου. Μια γυναίκα με ρώτησε τι θα πάρω. Τη ρώτησα που μπορώ να βρω το κορίτσι εκείνο. Μου είπε πως μετά το περιστατικό της έκαναν προξενιό με έναν άντρα πενηντάχρονο από το μεγάλο χωριό. Πριν μια εβδομάδα παντρεύτηκαν και η οικογένεια της μετακόμισε μαζί με το ζευγάρι.
Πήγα στην παραλία, στις σπηλιές. Κοίταζα τη θάλασσα και σκεφτόμουν την μικρή. Δυστυχισμένη στην αγκαλιά ενός πενηντάχρονου κρητικού. Δεν άντεξα στην ιδέα και έκλαψα.
Το κορίτσι το αναγνώρισα κάποτε, στα μάτια μιας γυναίκας. Εδώ στο χωριό. Την κοίταξα δακρυσμένος. Πίσω από τα μακριά μαλλιά, τη γκρίζα γενειάδα, και τις σκαλισμένες ρυτίδες. Της γέλασα μ΄ αυτή με προσπέρασε.

Έμεινα στις σπηλιές μέχρι τα βαθιά γεράματά μου. Ήμουν ο μοναδικός χίπις που έζησα εκεί μετά την απέλαση των παιδιών των λουλουδιών.

* Η Κατερίνα Μανιουδάκη γεννήθηκε το 1988 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου ζει και εργάζεται. Είναι μέλος της συγγραφικής ομάδας ΚΑΙ...ΑΝ.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...