Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Διήγημα: "Parar …al ama"


της Νίκης Μαρκάκη *

Τα καράβια ήταν η μισή μέχρι τα τώρα ζωή του. Από τα δώδεκα του χρόνια, σχεδόν αμούστακο αγόρι, μπάρκαρε, αφήνοντας πίσω μάνα κι αδερφές. Ο Λάβδας μεγάλωσε στα δύσκολα. Βύζαξε δυο μήνες και μετά αποκόπηκε. Η μάνα του πλύστρα στα ταμπακαριά  δεν προλάβαινε να φροντίσει το μικρό της. Του δωκε δυο χάδια βιαστικά πριν το παρατήσει νεογέννητο στην Λένα την μαμή, για να γυρίσει πίσω στα δέρματα. Έγδερνε όλη μέρα τα τομάρια, τα μούλιαζε στην αλισίβα και στα τελικά, τα πλενε σχολαστικά για να φύγει η βρώμα του ζώου. Για νοικοκυριό δεν είχε χρόνο καθόλου. Να σταθεί στο φούρνο για μια οκά ψωμί κι αυτό ήταν όλο.

Ο άντρας της αρχιμούτσος στα παπόρια, κάπου να φαινόταν στη χάση και στη φέξη, ίσα να την καβαλήσει για να ξελαφρώσει, να της αρπάξει δυο τάλαρα και να ξαναφύγει. Το σπίτι το είχαν αναλάβει τα δύο κορίτσια. Οι δίδυμες, που δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους, παρά το μόνο κοινό που είχαν μια μεγάλη ελιά πάνω απ’ το δεξί φρύδι. Την ίδια ελιά που χε κι ο Λάβδας. Έτσι αναγνώριζε πως ήταν αδερφές του.
Στα χέρια της μαμής μεγάλωνε. Νανούριζε το νεογέννητο στις αγκάλες της κι όταν εκείνο λύσσαγε στο κλάμα από την πείνα, τάιζε το χασκωτό του στόμα με χαμαίμηλο. Μ αυτό ναθράφηκε, βραστάρι και ψωμί. Η μάνα άμα έπιανε κανά δυο τάλαρα παραπάνω, τις Κυριακές έβαζε τα δίδυμα να φτιάξουνε γιαχνί. Από μικρές της είχε ζέψει στο νοικοκυριό. Εφτά χρονών κορίτσια κάναν ακόμα και τις πιο βαριές δουλειές. Μα ο προορισμός τους ήταν να γενούν δούλες στους πλουσίους, οπότε έπρεπε να έχουν τα εφόδια όταν έρθει η ώρα για να ξεκουράσουν την μάνα.
Στο Λάβδα δεν εσέρβιραν από το γιαχνί ποτέ. Του βούταγαν ψωμί στην νερουλή σάλτσα ίσα να μπουκίσει και το υπόλοιπο το τρώγαν οι γυναίκες. ‘ Τα χέρια θέλουνε φαγί για να βαστάνε, μικρός είσαι ακόμα, όταν αρχίσεις τη δουλειά θα τρως κι εσύ’ αποκρίνονταν η μάνα για να σβήσει το παράπονο του μικρού της γιου. Αυτός, κι όλο να ρωτάει τις αδελφάδες του, πότε θα είναι η ώρα του. Απόκριση δεν έπαιρνε ποτέ, παραμόνο κάτι μισοχαμόγελα και χάχανα.
Μια Κυριακή που ‘χαν περίσεμμα γιαχνί στην κατσαρόλα, η δίδυμη σέρβιρε και του μικρού να φάει. Αφού καθάρισε το πιάτο με την γλώσσα, γύρισε προς το μέρος της μάνας η οποία έτρωε μια ελιά.
- Μάνα, ήρθε λες η ώρα μου; Θα πάω να δουλέψω;
Εκείνη απέφευγε να απαντήσει, κι άλλαζε τη συζήτηση φτύνοντας το γλυμμένο κουκούτσι, αλλά ο Λάβδας επέμενε. Πολύ. Ασταμάτητα… Μέχρι να λάβει απάντηση.

- Εσύ θα μάθεις γράμματα, αυτή είναι η δουλειά σου. Άντε από αύριο στον παπά να σου πει τα καθέκαστα ‘.
Γράμματα … αυτή ήταν η απόκριση της μάνας. Όχι ότι δεν ήθελε κι άλλα χέρια να της δουλεύουν αλλά μέσα της ήξερε. Το ένστικτο και τα μάτια, την οδηγούσαν στην απόφαση αυτή.
Γράμματα τι να τα κάνει ο Λάβδας τα γράμματα; Δεν ήταν δουλειά. Οι αδερφάδες του να τρώνε κι εκείνος πάλι να χάσκει; Η εικόνα του παπαριασμένου ψωμιού χωρίς τα από δίπλα, τον έκανε έξαλλο. Όμως δεν τόλμαγε να της πάει κόντρα. Είχε σταθεί διπλή στα τέκνα της. Πατέρας και μάνα, από την γέννηση τους. Όλα για κείνα τα έρμα τα έκανε. Ο μούτσος δεν φαινόταν. Φύτεψε τρία παιδιά κι ούτε τον ένοιαζε. Μα ο Λάβδας πάντα πίστευε πως ο πατέρας θα γυρίσει, να κάμουν οικογένεια, σταθερή και σώα.
Μ' αυτήν την ελπίδα, πήγε στου παπά κι άρχισε την σπουδή. Έμαθε την ανάγνωση φαρσί αλλά και στην γραφή τα κουτσοβόλευε. Τα αγαπημένο του δε, ήταν, όταν ξετύλιγαν τον τεράστιο ζωγραφισμένο χάρτη, που έδειχνε όλη τη γη διάπλατα. Ο νους του Λάβδα, κανόνας, που χάραζε νοητές γραμμές.
Πορείες από την μια χώρα στην άλλη. Ταξίδια στις θάλασσες. Όπως ακριβώς φαντάζονταν ότι έκανε και ο πατέρας του, που είχε να φανεί για χρόνια. Ζούσε, πέθανε ποιος τον ήξερε.
Ένα μήνα πριν κλείσει τα δώδεκα, Γενάρη, ήταν φτασμένο στο λιμάνι φορτηγό με κάρβουνο. Στην άκρη της προβλήτας ξημεροβραδιαζόταν ο Λάβδας σαν κάτι να περίμενε. Έστεκε ώρες μέχρι τ’ αγιάζι να του τρυπήσει τα πεταχτά του αυτιά. Ύστερα πάλι πίσω στο σπίτι, να μελετήσει. Άδικα άνοιγε τα γραφτά του. Ο νους του γύριζε, σαν τρελός στο παπόρι με το κάρβουνο κι η μυρουδιά του άνθρακα του σκάλιζε την μύτη.
‘Ίσαμε εδώ, τέλος’ αναφώνησε. Πήδηξε απότομα απ’ το ψηλό καρέκλι και προσγειώθηκε στο αδρό πάτωμα. Έτρεξε γρήγορα να βρει τη μάνα στην αυλή που μάζευε μπουγάδα.
- Θα φύγω μάνα, θα φύγω. Με την καρβουνιάρα μεθαύριο. Ήρθε η ώρα μου να δουλέψω.
- Μα που θα πας μικρό παιδί. Δεν είσαι εσύ για τέτοια. Πως θα τα καταφέρεις που είσαι σαν τον κοκωβιό, λεπτό, κακοτερένιο κι άμαθο στις δυνάμεις; Δεν θες να μάθεις γράμματα ;
- Έμαθα μάνα, ότι ήτανε να μάθω. Τώρα θα κάμω το δικό μου. Με τη δουλειά γεμίζει το πιάτο.
Εκείνη τον κοίταζε, σαν να μην έπαιρνε στα σοβαρά τα λόγια του. Μέσα της ήξερε ότι δεν θα τα καταφέρει. Αγόρια σαν τον εδικό της, μικροκαμωμένα, αδύναμα κι άπνοα δεν στέριωναν εύκολα στη δουλειά. Τα καράβια θέλουν μπράτσα κι εκείνος μια σταλιά παιδί δεν θα τα φέρνε βόλτα ακόμα κι αν τον δέχονταν κανείς στη δούλεψη του.
Ξημέρωσε  Κυριακή. Έβρεχε ως την ώρα που  το γιαχνί σερβιρίστηκε στα τέσσερα πιάτα. Ο Λάβδας δεν είχε φανεί. Όπου κι αν ήταν πάντα την ώρα του φαγιού θα είχε γυρίσει. Αλλά άφαντος. Η μάνα κούνησε το κεφάλι με νόημα και η δίδυμη άρχισε την προσευχή. ‘Ας τον έχει γερό ο Θεός ‘ ψέλλισε βγάζοντας ένα βαθύ στεναγμό.
Κάπου στα μέσα της Μεσόγειου, το κύμα άρχισε να δέρνει το σκαρί. Ήτανε δύσκολος χειμώνας. Στεριά θα βλέπανε μετά από δυο βδομάδες. Η πείνα θέριζε το πλήρωμα και το σκορβούτο τους είχε δεκατίσει. Ο Λάβδας γυάλιζε τις μπότες του καπετάνιου. Τον είχε πάρει υποτακτικό για τα θελήματα και μιας και ήξερε και γράμματα του μάθανε τηλέγραφο. Πιστός ποκόμος και δουλευταράς, στιγμή δεν έμενε άπραγος. Καμιά φορά που ζήταγε πέντε λεπτά την άδεια, έβγαινε στο κατάστρωμα να γναντέψει τον ορίζοντα κάνοντας κλεφτά κανένα τσιγάρο. Αυτή η μόνη του διασκέδαση μέχρι τα δεκαπέντε. Που τότες ξεπήδησε δειλά τριχιά στ’ ανώχειλο του. Ο καπετάνιος σαν έβγαλε ο μικρός μουστάκια τον γράπωσε από το σβέρκο και στο πρώτο λιμάνι που αράξανε, του μάθε τις γυναίκες.
Ανάμεσα στις τροτέζες του λιμανιού που περίμεναν σαν γύπες τους θαλασσοπόρους, ξεχώριζε μία. Η Άιντα. Σπανιόλα στην καταγωγή μα μίλαγε σπαστά και τα εγγλέζικα για να μπορεί να συνενογιέται με τους ναύτες τ’ αγγλικού στόλου. Τα κόλπα τα ξέρε καλά γι αυτό κι ανέλαβε να κάμει τον Λάβδα άντρα. Πληρώθηκε  αδρά για την δουλειά της από τον καπετάνιο. Μα ο Λάβδας δεν το είδε έτσι ξερό και στεγνό. Όποτε πιάνανε λιμάνι εκεί χάμου, πάντα γύρευε στα λημέρια την αγάπη. Η πρώτη και μοναδική. Ο καημός του ήταν που δεν πατούσε γης πιο συχνά για να την βλέπει.
Άρχισε να την νιώθει δικιά του. Έκανε όνειρα μεγάλα, όπως τότε που η σκέψη του σα γνώμονας χάραζε πορείες πάνω στον χάρτη. Ήθελε να τα παρατήσει όλα και να γενεί στεριανός. Κι ας είχε φάει τα ψωμιά του πάνω στα κύματα. Δεν ήθελε να τον σαπίσει η αλμύρα και να σκυλοπνιγεί. Σκεφτόταν που και που το μούτσο που κάποτε είχε για πατέρα και το βλέμμα του σκοτείνιαζε. Μετά γύριζε ο λογισμός του στην μάνα, στις δίδυμες και στο γιαχνί που δεν του δίνανε να φάει.
Έσφιγγε γερά τα δόντια για να μην κλάψει γιατί αν τον έπαιρνε είδηση ο καπετάνιος θα τον πέταγε ευθύς στα σκυλόψαρα. Η εικόνα του πιστού και αφοσιωμένου ακόλουθου δεν έπρεπε να ξεφτίσει με μιξοκλαψίσματα. Δούλευε για να γεμίζει το πιάτο φαγί κι ας ήταν και κονσέρβα που βρωμοκοπούσε μούχλα.
Μα η Άιντα δεν έβγαινε στιγμή απ’ το μυαλό του. Μέθη, ζαλάδα και κόμπος να ανεβοκατεβαίνει απ’ το στομάχι στο λαιμό. Αρρώστια που κόπαζε μοναχά όταν έπιανε λιμάνι σπανικό. Σαν το σκυλί εμύριζε τα σοκάκια για να την γυρεύει. Στα πιο απίθανα μέρη και κρασοπουλειά να ήταν, την έβρισκε. Αυτή πάντα χαμογελούσε, του δίνε το χέρι κι έφευγαν στα απόμερα να τον καλμάρει.
Τα χρόνια που είχαν το αλισβερίσι ήταν πολλά, μια δεκαετία  χοντρά χοντρά. Όταν τα ξημερώματα ενός Γενάρη, μόλις έπιασε το καρβουνιάρικο λιμάνι, μια λυσσασμένη γάτα ξεπήδησε από τ’ αμπάρι και χάθηκε σαν βολίδα στα στενοσόκακα. Ο Λάβδας βρέθηκε στο δώμα που ξεκουραζόταν η καλή του, με κάτι μαραμένα από την αλμύρα άνθη κι ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Την ήθελε γυναίκα του. Αυτό το νέο σχέδιο το ‘χε σκεφτεί καλά, θα την έπαιρνε να φύγουν μακριά.
Ξενυχτισμένη και κακογλεντησμένη όπως ήταν, έμεινε να τον κοιτάει όλο απορία. Το ήξερε ότι δεν χώραγαν χωρατά και πουτανιές όπως συνήθιζε μέχρι τα τότε. Μια σταράτη εξήγηση όφειλε να δώκει. Στα σπανιόλικα στα αγγλικά και σε δυο τρία ελληνικά που της είχε μάθει τσάτρα πάτρα. Μα αντ΄ αυτού δεν μίλησε, άχνα δεν έβγαλε. Καθόταν με μισάνοιχτη την ρόμπα και τον κοίταζε σαν να ήθελε να σκάσει στα γέλια. Κρατιόταν, με νύχια και με δόντια να μην βάλει τα γέλια.
Ο Λάβδας, επέμενε την πλησίασε να της φορέσει την βέρα, αλλά εκείνη τον έσπρωξε πίσω. Θύμωσε και την άρπαξε απ΄ τον καρπό. Μα πάλι πιο δυνατά τον απώθησε με τόση δύναμη που έχασε την ισορροπία του κι έπεσε κάτω. Κοίταζε σαν τον δαρμένο, με χαμηλωμένο βλέμμα κι απογοήτευση να ξεχειλίζει κάθε του τρύπα. Το μόνο που συγκράτησε απ΄ τα ξεφωνητά της  πριν του δείξει την πόρτα, ήταν μια φράση  ‘Parar al ama’….
Τις νύχτες όταν ο ύπνος μ’ απαρνιέται κι ο λογισμός μου τρέχει στα χαμένα, σαν κάνει στάση το μυαλό, μεταξύ του κρασιού και της ζαλούρας μου, ακούω τον. Δίπλα μου κοιμάται, πέφτει από νωρίς ξερός. Αμίλητος είναι  τις πιο πολλές ώρες.
Πατριώτης από γενέτειρας, χρόνια ξέμπαρκος. Ξέγραψε μάνα, αδερφές, πατέρες και αγάπες, όπως τον ξέγραψε η ζωή. Παράτησε τις θάλασσες γύρω στα τριάντα χρόνια και λούφαξε εδώ μαζί μου. Δουλειές του ποδαριού συνήθως κάνει για να ‘χει το φαγί της μέρας, κι έπειτα βουλιάζει στο ψυλλιασμένο στρώμα τούτης της λιγδιασμένης, ακλείδωτης κάμαρας. Στα που και που μου κάνει τράκα τσιγάρο και τότε είναι που ακούω ξύπνια την φωνή του.
Μου τα ‘πε κάποτε που με νόμιζε μεθυσμένο έτσι στα μπρούμυτα που είχα γύρει το ξερό μου. Όλα μου τα ‘πε χαρτί και καλαμάρι. Ένα μοναχά δεν μ’ εξήγησε ποτές. Κείνο που ακούω κάθε βράδυ να παραμιλά στο ύπνο του και να σφαδάζει λες και τον μαστιγώνουνε.
Παραρλάμα…. παραρλάμα….

[ Σημείωση: βασισμένο στο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά με τίτλο  ''Παραρλάμα" ]


* Η Νίκη Μαρκάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι οικονομολόγος με ειδίκευση στην διοίκηση και ανάπτυξη ανθρωπίνου δυναμικού. Διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο της σε οτιδήποτε δημιουργικό και ιδιαίτερα στη γραφή. Κείμενα και ποιήματα της έχουν φιλοξενηθεί στο onestory.gr , protagon.gr, lifo.gr, στη λέσχη του βιβλίου, στην τοπική εφημερίδα Πατρίς καθώς και στο ηλεκτρονικό περιοδικό whenawoman.gr. Έχει συμμετάσχει σε δυο συλλογικά e-book : το Tweet_stories –Λογοτεχνία σε 140 χαρακτήρες , ενώ το δεύτερο με φράσεις αποφθεγματικού χαρακτήρα αναμένεται να δημοσιευτεί. Είναι μέλος της συγγραφικής ομάδας ΚΑΙ..ΑΝ, της οποίας στόχος είναι να προάγει στους δύσκολους καιρούς του απόλυτου ατομισμού , την συλλογική σκέψη και δημιουργία. [ ιστολόγιο ] [ facebook ]


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...