Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Διήγημα : Άμμος από τη Santa Lucia


του Γιώργου Αμπατζίδη *

Είχαμε πολύ καιρό να μιλήσουμε. Τελικά συνέβη αυτό που κρυφά και οι δύο περιμέναμε, αλλά δεν θέλαμε να παραδεχτούμε. Η απόσταση, οι διαφορετικές ζωές, η απόφασή μου να σε αφήσω να ξεκινήσεις από την αρχή, η θέλησή σου να κάνεις το ίδιο για μένα, ίσως όλα ίσως και τίποτα από αυτά, χαθήκαμε. Μετά από λίγο καιρό δεν μπορούσα να σε πάρω τηλέφωνο. Ο χρόνος που περνούσε το έκανε όλο και πιο δύσκολο. «Και τι να της πω; Έχουμε να μιλήσουμε τρεις μήνες…» Προσπάθησα να πάρω στο πατρικό σου για να μάθω τα νέα σου από τους γονείς σου. Θυμάμαι το σήκωσε η μητέρα σου.
- Παρακαλώ;
- Γεια σας.
- Καλημέρα.
- Σας τηλεφωνώ για την κόρη σας. Τι κάνει, είναι καλά; Έχω πολύ καιρό να επικοινωνήσω μαζί της.
- Εσείς ποιος είστε;
Μου έπεσε το ακουστικό από τα χέρια. Η ερώτηση με αιφνιδίασε. Το σήκωσα το από κάτω, αλλά η μητέρα σου το είχε κλείσει. Εγώ ποιος ήμουν; Θυμάμαι το είχαμε αναρωτηθεί πριν καιρό. «Τι θα είμαστε ο ένας για τον άλλο μετά από μήνες;» Δεν ξέραμε τότε την απάντηση. Ούτε τώρα την ήξερα.
Προσπάθησα να ξαναπάρω τηλέφωνο στο πατρικό σου δυο φορές ακόμα. Ποτέ δεν έφτασα στο σημείο να καλέσω. Τη μία φορά το έκλεισα μόλις ακούμπησα το δεύτερο ψηφίο και την άλλη πριν καν πατήσω το πρώτο. Τελικά σταμάτησα να προσπαθώ. Είχαν περάσει ήδη πέντε μήνες από τότε που είχα νέα σου. Πότε πέρασε έτσι ο καιρός;
Απολύθηκα. Εννιά μήνες στον στρατό πέρασαν πιο γρήγορα από ότι περίμενα. Με το απολυτήριο στο χέρι και τα πράγματά μου έφυγα από το Διδυμότειχο προς την Αθήνα. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω πριν γυρίσω στο σπίτι μου στην Πάτρα. Δεν το είχα πει σε κανέναν, γιατί κάποιος που δεν σε ήξερε δεν θα καταλάβαινε. Και κανείς δεν σε ήξερε. Είχα προστατέψει πολύ προσεκτικά το παραμύθι μας τότε. Νομίζω με κατηγορούσες για αυτό, αλλά δεν το μετάνιωσα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβαιναν, αν δεν σε γνώριζαν όσο εγώ. Και ετοιμαζόσουν να φύγεις...
Δεν ήξερα την ακριβή διεύθυνση, αλλά ήξερα την περιοχή. Από το σταθμό του τρένου πήρα ένα ταξί.
- Στην πρεσβεία της Κούβας παρακαλώ.
- Πλάκα μου κάνεις ρε φίλε; Πού να ξέρω εγώ πού είναι η πρεσβεία της Κούβας;
-  Στη Φιλοθέη.
- Πάμε προς Φιλοθέη και ρωτάμε εκεί.
Ο οδηγός ρώτησε σε ένα δυο περίπτερα για κατευθύνσεις, αλλά από τις χειρονομίες κατάλαβα πως δεν ήξεραν να απαντήσουν. Προχώρησε λίγο ακόμα και σταμάτησε και σε τρίτο περίπτερο.
- Είμαστε Φιλοθέη;
- Ναι. Μισό λεπτό να ρωτήσω στο περίπτερο πού είναι η πρεσβεία της Κούβας.
- Δεν χρειάζεται, θα κατέβω εδώ.
- Όπως θέλεις.
Πλήρωσα και κατέβηκα. Δεν την ήξερα την Αθήνα. Ερχόμουν εδώ μόνο όταν χρειαζόταν για κάποια δουλειά ή ακόμα πιο σπάνια για βόλτα. Διάλεξα ένα δρόμο και άρχισα να περπατάω. Ένα πείσμα και μια σκέψη με έκαναν να πιστέψω πως μπορούσα να βρω την πρεσβεία χωρίς να ρωτήσω κανέναν. Μάλλον είχα ανάγκη να ξαναδώ ένα στοιχείο από το παραμύθι μας. Πίστευα πως κάτι ταυτόχρονα απλό, παράλογο και μαγικό θα με οδηγούσε κατευθείαν στη συνέχεια της ιστορίας. Όπως τότε που τέτοια απλά, παράλογα και μαγικά πράγματα μας έκαναν να αναρωτιόμαστε, να φοβόμαστε, αλλά τελικά να χαιρόμαστε που τα εντοπίζαμε. Μας έκαναν να νοιώθουμε ξεχωριστοί.
Περπάτησα για περίπου μία ώρα. Δεν ήξερα πόσο μεγάλη περιοχή ήταν η Φιλοθέη, οπότε δεν μπορούσα να πω αν ήμουν ακόμα εκεί ή είχα βρεθεί σε κάποια γειτονική περιοχή. Άρχισα να απελπίζομαι. Δεν είχα κουραστεί, θα μπορούσα να περπατάω για πολλές ώρες ακόμα. Είχα όμως αρχίσει να απογοητεύομαι. Ήθελα τόσο πολύ να πιαστώ από κάτι. Ένοιωθα πως αν ήταν να βρω κάποιο σημάδι, θα έπρεπε να το είχα ήδη βρει. Ένοιωθα πως εκβίαζα τη μοίρα και ήξερα πως δεν λειτουργούσε έτσι. Αποφάσισα να τα παρατήσω.
Τώρα δεν έψαχνα πια για την πρεσβεία της Κούβας αλλά για μια πιάτσα ταξί. Θα πήγαινα στο σταθμό για να πάρω το τρένο για Πάτρα. Κανείς δεν θα μάθαινε για το ταξίδι μου στην Αθήνα και δεν θα είχε καμία σημασία. Μπροστά μου είδα μερικά ταξί μαζεμένα και πλησίασα.
Άνοιξα την πόρτα του πρώτου ταξί και μπήκα.
- Πού πάμε;
- Στο σταθμό Λαρίσης.
Έριξα μια ματιά από το παράθυρο αμήχανα. Λίγο πριν ο οδηγός γυρίσει το κλειδί, άνοιξα βιαστικά την πόρτα.
- Πού πάτε κύριε;
- Με συγχωρείτε, πρέπει να κατέβω. Ορίστε.
Πλήρωσα την ελάχιστη διαδρομή και έτρεξα προς το κτίριο μπροστά στο οποίο ανέμιζε μια πολύ γνώριμη σημαία. Χαιρέτησα τον φρουρό και μπήκα βιαστικά.
- Θέλω να δουλέψω στην Κούβα για δύο μήνες.
- Τι δουλειά θέλετε να κάνετε; Έχετε κάποια ειδικότητα;
- Δεν με ενδιαφέρει. Μπορώ να δουλέψω οπουδήποτε.
- Πότε θέλετε να πάτε;
- Όσο πιο σύντομα γίνεται.
- Κοιτάξτε, τέτοια εποχή θα μπορούσατε ίσως να βρείτε απασχόληση σε αγροτικές δουλειές. Δεν ξέρω αν θα σας ενδιέφερε.
- Τι πρέπει να κάνω;
- Θα σας δώσω διευθύνσεις και τηλέφωνα στην Κούβα. Όταν φτάσετε εκεί κανονίζετε τα διαδικαστικά. Θα βγάλετε τουριστική βίζα από εδώ την οποία θα αλλάξετε σε εργασίας εκεί. Γνωρίζετε ισπανικά;
- Όχι.
- Τότε είναι πιθανόν να αντιμετωπίσετε δυσκολίες με τα γραφειοκρατικά.
- Δεν θα πάω μόνος. Θα είμαι με κάποιον που μιλάει ισπανικά.
- Εντάξει. Κρατήστε αυτόν τον φάκελο με γενικές πληροφορίες για τη χώρα και συμπληρώστε αυτές τις αιτήσεις για τη βίζα.
Πέρασαν δυο εβδομάδες από τότε. Ήμουν στην Αθήνα ξανά και μόλις είχα πάρει τη βίζα μου από την πρεσβεία. Πήγαινα στο αεροδρόμιο. Δεν είχα πολλά πράγματα μαζί μου και υπολόγιζα αν χρειαζόμουν περισσότερα να τα αγόραζα από την Κούβα. Σε όσους ανακοίνωσα το σχέδιό μου προσπάθησαν να με κάνουν να αλλάξω γνώμη. Δεν απάντησα τίποτα σε κανέναν. Ποτέ δεν θα καταλάβαιναν τι ήταν αυτό το ταξίδι για μένα. Δεν ανησυχούσα καθόλου για το βήμα που έκανα. Στο μυαλό και την ψυχή μου το ταξίδι και η παραμονή μου στην Κούβα ήταν απλά το επόμενο κομμάτι του ντόμινο. Ήταν η σειρά του να πέσει και να παρασύρει μαζί του το αμέσως επόμενο. Για αυτό το αμέσως επόμενο κομμάτι ήταν που ανησυχούσα.
«Οι επιβάτες της πτήσης Αθήνα-Λονδίνο παρακαλούνται να προσέλθουν στην πύλη Α». Έβγαλα την κάρτα επιβίβασης από την τσέπη και περπάτησα προς την πύλη. Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν γρήγορα και το αεροπλάνο απογειώθηκε στην ώρα του. Ένοιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα. Έβγαλα από την τσάντα μια κάρτα και την έσφιξα δυνατά.
 Ήταν η τελευταία κάρτα που μου είχες στείλει. Κοίταξα την σφραγίδα αν και ήξερα τι έγραφε. Πριν 6 μήνες. Η τελευταία φορά που έμαθα κάτι για σένα ήταν πριν 6 μήνες. Τι πήγαινα να κάνω; Κάτι ενόχλησε το στήθος μου και σε λίγο το ένοιωσα και στο λαιμό μου. Στην κάρτα έγγραφε τη διεύθυνσή σου και αυτός ήταν ο λόγος που την είχα μαζί μου. Αλλά είχαν περάσει 6 μήνες. Θα έμενες άραγε ακόμα εκεί;
Ο Άγγλος οδηγός ταξί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Προσπάθησα να κάνω κάποια σχόλια σε αυτά που ακούγονταν από το ραδιόφωνο, αλλά με παγωμένο βλέμμα και μονολεκτικές απαντήσεις μού έδωσε να καταλάβω πως δεν ήθελε να ανοίξει συζήτηση. Είχα τόσο ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Η αγωνία μου ήταν τόσο μεγάλη που οι αναπνοές μου πονούσαν. Είχα μεγάλη ανάγκη να την ξεγελάσω με κρύα αστεία και χαζά σχόλια. Μια-δυο ακόμα αποτυχημένες προσπάθειες να αρχίσω κουβέντα και τελικά πείστηκα να σωπάσω και δεν ξαναμίλησα στην υπόλοιπη διαδρομή.
Στην πόρτα του σπιτιού που με άφησε το ταξί είδα γραμμένο το όνομά σου. Πήγα να χτυπήσω το κουδούνι, αλλά δείλιασα. Προσπάθησα ξανά και ξανά, αλλά το χέρι μου δεν υπάκουσε. Φώναξα το όνομά σου. Άκουσα τον ήχο του μετά από καιρό. Πάντα μου άρεσε πολύ το όνομά σου.
Άνοιξες την πόρτα. «Γιατί δεν χτυπήσατε;» πήγες να πεις, αλλά σταμάτησες τη λέξη στα μισά.
«Εσύ;»
«Γεια σου». Η φωνή μου ίσα ίσα που ακούστηκε.
«Γεια! Τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να σου πω πως θα πάω...» Δεν τελείωσα τη φράση μου.
«Θα πας…;»
«Ήρθα να σου πω πως θα πάω το ταξίδι που σχεδιάζαμε στην Κούβα». Είπα ψέματα. Είχα έρθει για να σε πάρω και να πάμε μαζί, αλλά τώρα που στεκόμουν μπροστά σου δίστασα. Ήσουν όπως ακριβώς σε θυμόμουν. Μια παράξενη αίσθηση με πλημμύρισε. Ένοιωσα σαν αυτοί οι δέκα μήνες που είχα να σε δω να εξαφανίστηκαν και να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που χωρίσαμε.
«Θα πας στην Κούβα;» Το πρόσωπό σου άσπρισε σαν να είχες ακούσει κάτι που σου προξενούσε μεγάλη έκπληξη.
«Ναι, έχω εισιτήριο για μεθαύριο. Έχω κλείσει ένα δωμάτιο εδώ στο Λονδίνο και σε δύο μέρες πετάω για Κούβα. Θα μείνω εκεί δύο μήνες. Έλεγα μήπως θέλεις και εσύ…» Τότε μόνο σκέφτηκα κάτι που η πίστη μου στη μοίρα δεν με είχε αφήσει να δω την πραγματικότητα. Δεν θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου, ακόμα και να ήθελες. Η έκδοση της βίζας θα χρειαζόταν σίγουρα περισσότερες από δυο μέρες. Έπρεπε να έχω τηλεφωνήσει. Δεν έπρεπε να έρθω καθόλου στο Λονδίνο. Έπρεπε να πετάξω κατευθείαν από Αθήνα για Κούβα. Δεν έπρεπε να πάω στην Κούβα. Τις συνεχόμενες, συγκεχυμένες σκέψεις διέκοψες με δύο λέξεις σου.
«Και εγώ…»


Σε αυτό το κομμάτι θα μπουν εικόνες, φωτογραφίες, σκέψεις, συναισθήματα, σκόρπιες κουβέντες, λέξεις, σιωπές, αγγίγματα και στίχοι από την Κούβα…


«Οι επιβάτες από Αβάνα για Αθήνα παρακαλούνται να προσέλθουν στην πύλη επιβίβασης».
Ήμασταν στο αεροδρόμιο και σε λίγη ώρα θα πετούσαμε προς Αθήνα. Ακριβώς δυο μήνες μετά από εκείνη τη συνάντηση στο Λονδίνο. Κατευθυνθήκαμε προς το τελωνείο.
«Έχετε να δηλώσετε κάτι πολύτιμο;»
«Ναι». Έβγαλα από την τσάντα μου φωτογραφίες που εσύ τράβηξες και ένα σακουλάκι άμμο.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο υπάλληλος και με κοίταξε έκπληκτος.
«Φωτογραφίες και άμμος από τη Santa Lucia…»


* Ο Γιώργος Αμπατζίδης γεννήθηκε το 1985 στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία 10 χρόνια ζει στην Πάτρα. Σπούδασε Βιολογία και είναι υποψήφιος Διδάκτορας Επιστημών της Αγωγής. Έχει συνεργαστεί και συνεργάζεται ως εκπαιδευτικός με το Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Πανεπιστημίου Πατρών και την Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Πάτρας. Προσπαθεί να διαβάζει όση περισσότερη λογοτεχνία μπορεί και γράφει ποίηση, διηγήματα και παραμύθια στα ελληνικά και τα αγγλικά. facebook ] [ e-mail ]


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...