Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Ο Πέτρος Γκολίτσης απαντά στο Ερωτηματολόγιο του Προυστ


Ποιο είναι το κυρίαρχο γνώρισμα του χαρακτήρα σας; Ποιος ρωτάει; Ο «Προύστ»; Το «Ιδεόστατο»; Από πού; Πότε; Δεν μπορώ να γνωρίζω πραγματικά. Ωστόσο κρίνοντας έστω απ’ την αυθόρμητη πρώτη μου αντίδραση θα έλεγα η απόσταση. Όχι ως κατόρθωμα φυσικά αλλά ως μια τάση «φυσική» και αυθόρμητη. Ή αλλιώς η «ανοικείωση» ή «απο-οικειοποίηση», η ξενότητα. Η μη προσαρμογή. Μια διαρκής αίσθηση απορίας, για τα ίδια μου τα χέρια που τώρα γράφουν, για εμένα που απαντώ, σε τι, προς τι; Σε ποιον; Επίσης λέτε το «κυρίαρχο» γνώρισμα. Δεν στηρίζεται ή δεν σχετίζεται και με άλλα σε μια σχέση δυναμική… «Γνώρισμα»; Κατά το «σε γνωρίζω από την όψη…»; Τα υπόλοιπα; Το ρηγματώδες του ανθρώπινου ψυχισμού; Το μεταβλητό της πρόσληψης; Το μια ενιαίο, το αποσπασματικό; Τέλος, λέτε «χαρακτήρας»; Ας μην το «αναπτύξω» κι αυτό. Σε ποια πλαίσια, ιστορικο-κοινωνικά ή για να φύγουμε και πιο «πάνω», σε ένα χρόνο βιολογικό και γιατί όχι και γεωλογικό. Το υποκείμενο, συνοψίζω κατά κάποιον τρόπο, ένα προχθεσινό ιστορικό αποτέλεσμα, αν όχι κατασκεύασμα… Ο χαρακτήρας, μια πολυτέλεια, σε μια εποχή ψευδο-αυξομειούμενης αφθονίας.

Ποια αρετή ζηλεύετε σ' έναν άντρα; Εύχομαι να φύγουμε απ’ τους προσωποκεντρισμούς και να κινηθούμε σε μια «υποκαταστασιμότητα» των προσώπων σίγουρα στους κρατικούς και τους υπερκρατικούς μεταβαλλόμενους σχηματισμούς, τους επιστημονικούς και ίσως (γιατί όχι; από μια οπτική γωνία) στους καλλιτεχνικούς αλλά και τους ερωτικούς. Νιώθω σαν δέντρο αν όχι σαν πέτρα, άρα ίσως κινούμαι προς μια κατακτημένη ακινησία (όχι βέβαια πως είναι ακριβώς αρετή) που προϋποθέτει όμως και ένα διεθνές πλαίσιο το οποίο δεν υφίσταται ούτε για αστείο την ιστορική τούτη στιγμή και «λογικά» δεν θα συμβεί καθότι έχει καταρρεύσει, μεταξύ άλλων, οριστικά η όποια ιδέα προόδου (απ’ την άλλη,  αν το σκεφτεί κανείς, μια τέτοια κατάρρευση θα λειτουργούσε ως αναγκαία, αλλά όχι φυσικά και ως ικανή συνθήκη για μια τέτοια πραγμάτωση). 

Ποια αρετή ζηλεύετε σε μια γυναίκα; Όχι αρετή, αλλά ιδιότητα. Την γείωση της.

Τι εκτιμάτε περισσότερο στους φίλους σας; Πέρα από τους παιδικούς, που χαίρεσαι που υπάρχουν (αυτό το ακατανόητο χαμόγελο, η ανιδιοτελής αγάπη που προκύπτει αυτομάτως στο αντίκρισμα και στο αγκάλιασμα τους), στους «συγκαιρινούς» θα έλεγα η μανιακή ενασχόληση με την τέχνη, την λογοτεχνία, την σκέψη, την πρόσληψη, την ιστορία. Η συζήτηση, η συνάντηση, η τριβή πάνω σε «αυτά» ή πάνω σε «τέτοια». Μαζί με την αυθεντικότητα τους φυσικά.

Ποιο είναι το βασικό σας ελάττωμα; Η υπερβολική μονομανία μου θα έλεγα να μου συμβαίνει μόνο το παρόν. Δεν αντιλαμβάνομαι σχεδόν την «έννοια» του μέλλοντος και το παρελθόν «μου» προκύπτει έντονα παροντικό, φιλτραρισμένο απ’ την τρέχουσα πρόσληψη και τα συμβαίνοντα συναισθήματα μου. Άρα σοβαρά αλλοιωμένο (όχι βέβαια ότι υπάρχει σε άλλη μορφή.) Η σχέση με το πραγματικό, ούτως ή άλλως είναι διαδραστική (πράγμα που δεν συμβαίνει σε αυτή τη συνέντευξη. Ωστόσο απαντώ σε ερωτήσεις νεκρού. Αυτό όντως έχει κάποιο ενδιαφέρον).

Ποια είναι η αγαπημένη σας ενασχόληση; Η τέχνη (ποίηση και ζωγραφική) και η οικογένεια. Ο χρόνος με τα παιδιά. Στο ανάπτυγμα τους. 

Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την ευτυχία; Ένα τοπίο σχετικά ξερό, με δέντρα σε «σωστές» αποστάσεις, «σωστά μεγαλωμένα», να κινούνται στον αγέρα των καιρών. Να μην ξεχωρίζει κανένα υπερβολικά αντλώντας από κάτω νερά που τα στερεί απ’ τα άλλα. 

Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη δυστυχία; Η ιστορική μνήμη. Το ότι ζω, μεταξύ άλλων, σε μια πόλη «φαντασμάτων» (Θεσσαλονίκη). Και ας προσθέσουμε εδώ και την ευρύτερη συλλογική αποτυχία του καιρού μας αλλά και του τόπου μας. Τόσο απροετοίμαστοι και ανεπαρκείς. 

Εάν δεν ήσασταν ο εαυτός σας, ποιος θα θέλατε να είστε; Ο εαυτός δεν είναι ενιαίος και επίσης είναι κατάκτηση. Ας υποθέσω ότι έχω όργανα γερά τα οποία θα με πάνε τουλάχιστον σε μια ηλικία που θα μου επιτρέψουν να δω τα παιδιά μου ανθισμένα (δηλ. ενήλικα). Αν όχι, ο άλλος αυτός εαυτός που θέτετε θα ήθελα να είναι κάποιος με πιο γερή καρδιά, σπλήνα, στομάχι ή ότι τέλος πάντων θα μπορούσε να μου προκύψει ως πρόβλημα. Για να συνεχίσω. Τουλάχιστον, ας υποθέσουμε και πάλι, όσο με «χρειάζονται». 

Σε ποια χώρα θα θέλατε να ζείτε; Εδώ. Δεν μετατοπίζομαι. Αν και δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ πάλι στη χώρα, μετά από μόλις δύο χρόνια ζωής στο Λονδίνο, επιθυμώ να μείνω εδώ. Στον τόπο μου. Αν δεν είχα οικογένεια δεν θα έφευγα με τίποτα, ποτέ. Τώρα το συνειδητοποιώ τόσο καθαρά. Θα κατέφευγα και σε ημιυπόγεια σκοτεινά για να ζω στη γλώσσα μου, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί κατέχω την πλαστικότητα της όσο καμιάς άλλης. Βιώνω αλλιώς και τους νεκρούς μου εδώ πέρα. Άρα κατά κάποιον τρόπο είμαι αναγκασμένος να ζήσω σε αυτήν. Ωστόσο δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο στα παιδιά, να τα παρασύρω σε ένα τόσο χαμηλό επίπεδο διαβίωσης. Απ’ την άλλη, η μετατόπιση, θα οδηγήσει σε μια μεταβολή της «αντίληψης» τους. Και που να πας; Στον εχθρό; (δηλ. στους γερμανούς που δεν τους ξεπλένει τίποτα και ποτέ). Ο Καναδάς είναι μακριά (αυτές τις χώρες σκέφτομαι). Είμαι σε αδιέξοδο.  

Το αγαπημένο σας χρώμα; Λίγες «γραμμές» φως, άλλοτε κάθετες και άλλοτε διαγώνιες, μες στο πολύ σκοτάδι. Όπως στον Φάουστ, την ταινία του 1926. Ή φυσικά του Ρέμπραντ. Επίσης οι πίνακες του Κλέε, ο Σεζάν και κάποιες φορές ο Ματίς. Έτσι αντιλαμβάνομαι το χρώμα. Ως σχέση, ως φως, ως απουσία. 

Το αγαπημένο σας λουλούδι; Τα γαϊδουράγκαθα, οι τσουκνίδες, τα ηλιοτρόπια. Και οι μυρωδιές των παιδικών μου χρόνων στα βουνά, στα σύνορα, κάποιες φορές, παρεμπιπτόντως.

Το αγαπημένο σας πουλί; Από κιμωλία (ζωγραφισμένο) όπως στα έργα του Γουίλιαμ Κέντριτζ. Ίσως τα σπουργίτια. Κατάφερα να μαλώσω με ένα παπαγάλο μπροστά στα παιδιά μου στον ζωολογικό κήπο της Θεσ/νίκης. Σίγουρα όχι ο παπαγάλος. Ίσως η αρκούδα (παρόλο που δεν είναι πουλί. Γιατί ο Προύστ ρωτά μόνο για πουλιά;). Η συγκεκριμένη που έχουμε στη Θεσ/νίκη. Την έφεραν το 1999 απ’ το Βελιγράδι με τους βομβαρδισμούς. Τις δίνουμε πορτοκάλια με την Άννα (η μεγάλη μου κόρη, 4 ετών). Η Ναταλία είναι ακόμη μικρή. Την έχει δει ωστόσο. 

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης (και στην ερωτ. 15 πηγαίνουν αυτοί οι τρεις), Σαίξπηρ, Γκαίτε, Τόμας Μαν,… Απ’ τους σύγχρονους μας, αν και είναι νωρίς, ωστόσο περνάω αρκετό χρόνο μαζί τους και με απασχολούν ως πρόσωπα και ως έργα, ο Άμος Οζ, ο Μπάνβιλ, ο Κέλμαν, ο Σαραμάγκου, ο Κέρτες,...

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές; Χαίλντερλιν, Ρίλκε, Έλιοτ, Πάουντ, Σολωμός, Κάλβος, Σαχτούρης, Σεφέρης, Δάλλας, Φάλκος.

Οι αγαπημένοι σας λογοτεχνικοί ήρωες; -

Οι αγαπημένες σας λογοτεχνικές ηρωίδες; -

Οι αγαπημένοι σας συνθέτες; Μπαχ, Μπετόβεν, ο Μάλερ (αλλά όχι «ολόκληρος»), Σαίνμπεργκ, Χρήστου, Ξενάκης, Φέλντμαν, Miles Davis, John Coltrane, Arvo Part. 

Οι αγαπημένοι σας ζωγράφοι; Κλέε και Ρουώ. Πιο «πριν» ο Θεοτοκόπουλος και ο Ρέμπραντ. 

Οι ήρωες σας από την πραγματική ζωή; Σε εισαγωγικά «ήρωες». Οι ποιητές, οι ζωγράφοι και οι συνθέτες που ανέφερα. Από εκεί και πέρα ορισμένοι συγγραφείς-διανοούμενοι που με μετατοπίζουν. Ας μην πούμε όμως κι άλλα ονόματα.

Ποιες ιστορικές προσωπικότητες αντιπαθείτε περισσότερο; Την ίδια την ιστορία που τις επιτρέπει να προκύπτουν. Φυσικά τον Χίτλερ (ασυναγώνιστος, μέχρι νεωτέρας) και τον Στάλιν. 

Οι αγαπημένες σας ηρωίδες από την παγκόσμια ιστορία; Με τραβάει κάπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Παρατσούκλι και της πρώτης μου κόρης το οποίο όμως τελικά «περιγράφει» την δεύτερη.

Το αγαπημένο σας φαγητό και ποτό; Μπύρα, νερό. Ό,τι με τρέφει ουσιαστικά. Νιώθω ποια φαγητά μου κάνουν καλό. Ας μην μιλάμε όμως εδώ για χοιρινά κτλ. Ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο μας περνά αμέσως στο ότι τρεφόμαστε με σάρκες οργανισμών με τους οποίους μοιραζόμαστε μια κοινή καταγωγή, έχουμε δηλ. κοινό μερικώς D.N.A. Η ζωή είναι αλληλο-καταβρόχθιση, ισορροπία. Δεν συμφωνώ, δεν «δέχομαι» τους όρους του παιγνιδιού που μας συμβαίνει. Δυστυχώς όμως η αυτοκτονία δεν είναι «λύση». Συνεπώς συνεχίζω, κοιτώντας προς το «συμβάν» (αντί του «ειδώλου»), της «πιστότητας» (αντί της «προδοσίας») και της «αλήθειας» αντί της «παραβίασης» του ακατανόμαστου (για να θυμηθούμε και τον Μπαντιού). Δεν είμαι κάτοχος ενός πράγματος οριστικού… Κι ας ξεκινήσαμε απ’ το φαγητό στην ερώτηση αυτή.  

Τα αγαπημένα σας ονόματα; Άννα, Ναταλία (των παιδιών μου). Αλλά και Ήριννα, ποιήτρια της αρχαίας Ελλάδας που έγραψε ένα ποίημα για την Βαυκίδα από την Τήλο, νεόνυμφη που πέθανε στην εποχή της και την σκεπάζει χώμα, ακόμη.

Τι μισείτε περισσότερο; Το αδιέξοδο, τον εμπαιγμό στον οποίο βρισκόμαστε. Και δεν μας έφτανε η «οντολογική» αυτή ασφυξία, βρεθήκαμε και σε ένα φρικτό ιστορικό μεσοδιάστημα, σε μια εποχή μεγάλων μετατοπίσεων. Φοβάμαι πως τα χειρότερα είναι μπροστά μας.

Ποιο ιστορικό στρατιωτικό γεγονός θαυμάζετε περισσότερο; Φυσικά την νίκη στο ελληνοαλβανικό μέτωπο. Και μετά τι; Να κατεβαίνουν οι ηττημένοι Ιταλοί με την συνοδεία των Γερμανών στα εδάφη μας, μπροστά απ’ τα πατρικά μας σπίτια. Και εμείς μετά από όλα αυτά, αντί να δυναμώσουμε (σωστά), να διαλέγουμε άλλους δρόμους, εύκολους που οδηγούν στον εξευτελισμό και στην δακτυλοδεικτούμενη πλέον υποτέλεια. Με έχει δει η κόρη μου να κλαίω για όλα αυτά. Και εκεί σκέφτομαι και τον «Κλέφτη των  Ποδηλάτων» του Ντε Σίκα (άλλη βέβαια η αφορμή εκεί). Να εξευτελίζεται ο πατέρας μπροστά στο παιδί… Ο Πλάτωνας ενοχλείται που ο Όμηρος βάζει τον Αχιλλέα (πρότυπο της ανδρείας στο φαντασιακό του) να κλαίει. Φυσικά είμαστε με τον Όμηρο. Νομίζω όλοι οι «νότιοι». Στο Λονδίνο έκανα παρέα (συνέβη από μόνο του) με μεσογειακούς και ένα αφρικάνο-γερμανό. Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο. 

Με ποιο φυσικό ταλέντο θα θέλατε να είστε προικισμένος; Αυτό με πάει στον Ξενοφάνη. Ο Ξενοφάνης, μισοφαντασμένος, νόμιζε πως έκανε σκόνη τις απάτες του Ομήρου, φτιάχνοντας έναν θεό, κάθε άλλο παρά ανθρώπινο, όμοιο σε όλες του τις σχέσεις, που δεν ένιωθε πόνο, δεν κινιόταν, κι ήταν καλύτερος κι από τη σκέψη στο να σκέφτεται. Τι ανοησία! (βέβαια στην «ιστορική-διαλεκτική» της εποχής του αυτό εξυπηρετούσε άλλες ανάγκες και σκοπούς (και καλό είναι να αποφεύγουμε τις προβολές μας πάνω τους)) αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τον «σωστό» χαρακτηρισμό του γερμανού φιλοσόφου Feyerabend (ο οποίος γύρισε απ’ τον ρωσικό μέτωπο με τσακισμένο πόδι, και κούτσαινε όλη του τη ζωή). Ο Feyerabend λοιπόν τον χαρακτηρίζει αυτόν τον θεό του Ξενοφάνη (και ευνόητο πως με αυτό τον τρόπο εννοεί και όσους αντίστοιχους ακολούθησαν) «τέρας, πολύ πιο τρομακτικό απ’ όσο θα επεδίωκαν να γίνουν οι ελαφρώς ανήθικοι ομηρικοί θεοί», έναν θεό «που ορισμένες ανθρώπινες ιδιότητες, όπως η σκέψη, η όραση, η ακοή, ο σχεδιασμός, υπάρχουν τερατωδώς μεγαλοποιημένες, ενώ άλλα εξισορροπητικά γνωρίσματα, όπως η ανεκτικότητα, η συμπάθεια, ο πόνος, έχουν αφαιρεθεί. Άρα για να απαντήσω στην ερώτηση άμεσα, αυτά τα τελευταία. Αυτά είναι ταλέντα φυσικά, κατακτήσεις πολύτιμες που ανθίζανε επί χρόνια σε ένα μεγάλο σχετικά μέρος του τόπου μας, αλλά φαίνεται να υποχωρούν διαρκώς.

Με ποιον τρόπο θα επιθυμούσατε να πεθάνετε; Σαν το σκυλί. Σε μια γωνία. Ήσυχος. Αυτά τα θέματα τα «πραγματεύομαι» πολύ στις ποιητικές μου συλλογές. Έχω και σχετικό ποίημα στην δεύτερη συλλογή (Το Τριβείο του χρόνου), το οποίο λέγεται «Ο πατέρας είναι νεκρός ή τα κρεβάτια των ετοιμοθάνατων».

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτό τον καιρό; Βγαίνει το δεύτερο ποιητικό μου βιβλίο μετά από 18 χρόνια καθημερινής τριβής με την ποίηση, την ποιητική και τον ποιητικό λόγο εν γένει. Εκ των πραγμάτων λοιπόν σε μια κατάσταση «επιμέλειας» και διαρκούς εγρήγορσης. Ταυτόχρονα όμως δουλεύω (εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια) ένα ποίημα συνθετικό. Δύσκολη κατάσταση, μεγάλο εγχείρημα, αλλά δεν πιέζομαι. Κινούμαι, νομίζω τελικά, με τον ρυθμό του δέντρου. Τρέφομαι με όσα υπάρχουν γύρω μου αλλά και μέσα μου. Νομίζω πλέον πως έχω μεγάλο απόθεμα. Θα ήθελα να είχα χρόνο να αποσυρθώ στο απόλυτο σκοτάδι, να εγκλειστώ για λίγες μέρες ώστε να δω πως θα αντιδράσει ο εγκέφαλος μου και να τον παρατηρώ ως κάτι τρίτο.  

Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια; Δύσκολη ερώτηση. Ας μην το αναπτύξω. Για την ώρα κατανοώ πως γίνεται να συγχωρεί κανείς τα παιδιά. Αλλά νομίζω πως εκεί πρέπει να σταματάμε.

Το αγαπημένο σας απόφθεγμα; «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις…» (Καβαφικό) αλλά και το Ηρακλείτειο «κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», δηλ. τον κόσμο αυτόν που είναι όμοιος για όλα τα όντα, δεν τον έφτιαξε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι πάντα αιώνια φωτιά που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα μέτρα.

* Ο Πέτρος Γκολίτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Σπούδασε οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Birkbeck College). Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή Η μνήμη του χαρτιού (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2009). Η δεύτερη ποιητική του συλλογή Το Τριβείο του χρόνου είναι υπό έκδοση (εκδ. Μανδραγόρας, Μάρτιος 2013). Ολοκληρώνει επίσης δύο μονογραφίες πάνω στην ποίηση, μια για τον Γιάννη Δάλλα με τίτλο Όροι και όρια της ποιητικής του Γιάννη Δάλλα. Το αίτημα που ωρίμασε και μια για τον Τάσο Φάλκο. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα Ρουμανικά, στα Σερβικά και στα Αγγλικά. Ποιήματα και δοκίμια του έχουν επίσης δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά: «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, Οδός Πανός, Ένεκεν, Μανδραγόρας, poetix, Θέματα Λογοτεχνίας, Κουκούτσι, Πόρφυρας, Intellectum, Εμβόλιμον, Τεφλόν, Αλμανάκ Ποιείν, poiein και poeticanet. Κατέχει, απ’ το Μάρτιο του 2013, την κύρια στήλη κριτικής της ποίησης στο περιοδικό Ένεκεν. Παράλληλα ασχολείται με τη ζωγραφική. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 20 ομαδικές στην Ελλάδα και στη Σερβία.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...