Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013
Διήγημα : Μάλμπορο Μαύρος
του Κωνσταντίνου Αναστασιάδη *
Όχι, δεν είμαι τρελός. Κανείς στην κλινική όπου βρίσκομαι δεν είναι τρελός. Οι γονείς μας, ναι• είναι κομμάτι φεύγα. Αλλιώς, δε θα ήμασταν εδώ να εξελίσσουμε το γνωστικό πεδίο νευρολόγων και ψυχοθεραπευτών. Πληρώνουμε το ελαττωματικό σύστημα προτεραιοτήτων των γονιών μας.
Ονομάζομαι Μάλμπορο Μαύρος. Φαντάζομαι, έχετε ψυλλιαστεί το λόγο που βρίσκομαι εδώ. Θα έχετε ακούσει για κάποιους παλαβούς γονείς στην Αμερική, που βαφτίζουν τα παιδιά τους Google, Yahoo, Facebook, και λοιπά κουλά• διαλαλώντας έτσι τη λατρεία τους για το αγαπημένο τους λογισμικό. Ε, λοιπόν, παρόμοια ψώνια έχουμε και στην Ελλάδα. Αποτελώ τρανή απόδειξη του ισχυρισμού.
Σε μια εποχή που βομβαρδιζόμαστε από συστάσεις κατά του καπνίσματος του στυλ: «Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία», «Το κάπνισμα είναι η γιόγκα του καρκίνου», «Το κάπνισμα κάνει τους νεκροθάφτες να γελούν», οι δικοί μου γονείς αποφάσισαν να μου κληροδοτήσουν μία έμμεση ταύτιση με τη νικοτίνη.
Όσο κι αν ψάξετε στο εορτολόγιο του ετήσιου καζαμία, δε θα βρείτε κανέναν Άγιο Μάλμπορο, ή Αγία Μαλμπορία. Ούτε καν Όσιο. Να πεις ότι οι γονείς μου είχαν μετοχές της εν λόγω καπνοβιομηχανίας, να το καταλάβω. Ότι έχουμε συγγένεια με τον Δούκα του Μάλμπορο, ή ότι καταγόμαστε από κάποια οικογένεια καουμπόηδων της Αμερικής – όπως αυτοί στις διαφημίσεις, που καπνίζουν θεριακλίδικα στο δειλινό δίπλα στα παρκαρισμένα άλογα, ζεσταίνοντας παράλληλα τη φασολάδα – να πάω πάσο. Καμία σχέση. Γέννημα θρέμμα των Κάτω Πατησίων είμαστε όλοι μας, με λίγες πινελιές από Γαλάτσι. Η επιτομή της εξωτικότητας.
Απλώς, οι γονείς μου είναι μανιώδεις καπνιστές• κοινώς, φουγάρα. Επιπλέον, είναι κολλημένοι με τη συγκεκριμένη μάρκα. Έτσι κι έρθετε στο σπίτι μας, θα πάθετε πλάκα. Το υπνοδωμάτιό τους είναι τίγκα στα Μάλμπορο πόστερ• δίχως τις σχετικές προειδοποιήσεις για την κακιά ασθένεια. Δεν υπάρχει αξεσουάρ με το λογότυπο των Μάλμπορο – τασάκια, στυλό, αναπτήρες, ημερολόγια, προφυλακτικά – που να μην είναι αραδιασμένο σε κάποιο τραπεζάκι, σαν σουβενίρ από μακρινό ταξίδι.
Όπως καταλαβαίνετε, ένα τέτοιο όνομα είναι λογικό να προκαλεί ορισμένες παρενέργειες στον κάτοχό του. Κατ’ αρχάς, είκοσι τρία χρόνια συνεχούς καζούρας από φίλους, γνωστούς, συμμαθητές, συμφοιτητές, δασκάλους, καθηγητές, φαντάρους και αξιωματικούς – για να αναφέρω μόνον ορισμένους. Βάλε και την υποσυνείδητη ιδέα ότι οι γονείς μου αγαπούν τα τσιγάρα τους περισσότερο από μένα, ε, δε θέλει και πολύ ένα νέο παιδί να σαλτάρει.
Σε περίπτωση που αναρωτιέστε αν οι γονείς μου μετάνιωσαν για τη στάση τους, θα γελάσω σαρκαστικά• σαν πεινασμένος λύκος, που τον εκλιπαρεί ο λαγός για έλεος. Θα πιω και μια πορτοκαλάδα στην υγειά σας, επειδή με κάνατε να γελάσω. Όχι μόνο δε μετάνιωσαν, αλλά μου κρατούν και μούτρα, διότι ποτέ δεν κάπνισα στη ζωή μου. Ενδεχομένως, να θεωρούν τη ζωή τους κατεστραμμένη, φέρνοντας στον κόσμο ένα τόσο ελαττωματικό παιδί.
Να σκεφτείτε, κάθε χρόνο, στα γενέθλιά μου, μου κάνουν δώρο μία κούτα με τσιγάρα Μάλμπορο. Αμπαλαρισμένη με πολύχρωμο χαρτί, κι έναν κόκκινο φιόγκο στην άκρη. Και κάθε φορά, καταλήγουν να την καπνίζουν οι ίδιοι, απογοητευμένοι με την αχαριστία μου και την ακατάδεκτη συμπεριφορά μου.
Εκτός από τη φετινή χρονιά. Φέτος, αποφάσισα να πρωτοτυπήσω. Άδειασα τα δέκα πακέτα της κούτας, κι έφτιαξα με τα τσιγάρα ένα μικρό σπιτάκι. Πώς κάνουν άλλοι με τα σπίρτα, τα μπουκάλια και τα τραπουλόχαρτα; Κάπως έτσι. Επιπλέον, με τα πακέτα έφτιαξα έναν κοκκινολευκόμαυρο φράχτη, μία κοκκινολευκόμαυρη πισίνα και κάμποσα κοκκινολευκόμαυρα δεντράκια. Σκόρπησα και λίγο καπνό ολόγυρα, σε ρόλο γκαζόν. Με το ασημόχαρτο έφτιαξα κάποια προβατάκια, που έβοσκαν ολόγυρα ευτυχισμένα.
Έπαθαν σοκ μόλις το είδαν. Περισσότερο για τα αδικοχαμένα τσιγάρα, παρά για το λοξό βλαστάρι τους που είχε λαλήσει. Δε νομίζω να με συγχωρήσουν ποτέ για την καταστροφή αυτή. Την επόμενη μέρα, με έφεραν εδώ.
Δυο βδομάδες είμαι μέσα, κι ομολογώ, ηρέμησα αρκετά. Κανείς εδώ δεν μου κάνει καζούρα. Έτυχε να γνωρίσω και κάποια υπέροχα παιδιά διαφόρων ηλικιών. Για παράδειγμα, τον Τουίτερ, ο οποίος τρέφει μίσος για τους υπολογιστές• και θεωρεί τα λάπτοπ κατάλληλα μόνο για φρίσμπι και πλακάκια δαπέδων. Την Κολγκέητ, που ποτέ δεν αποχωρίζεται το οδοντικό της νήμα, τον Κάμελ και τον Ντάνχιλ, με τους οποίους γίναμε κολλητοί, την Κόκα και την Κόλα, δύο οχτάχρονες χαριτωμένες δίδυμες, τον Σμιρνόφ απ’ την Ρωσία, που είναι μονίμως μεθυσμένος, κι αρκετούς άλλους.
Εντάξει, δε σας είπα όλη την αλήθεια. Κι εδώ έχω προβλήματα• διαφορετικής, όμως, φύσης. Συγκεκριμένα, ερωτεύτηκα τη Σόγια. Μια γλυκιά καστανομάλλα, στην ηλικία μου. Οι γονείς της είναι φανατικοί χορτοφάγοι. Όχι πως η χορτοφαγία είναι κακή. Ίσα-ίσα, μου αρέσει κι εμένα σαν ιδέα. Μιλάμε όμως για φρικιά της υγιεινής διατροφής, με ιδιαίτερη λατρεία στο μπρόκολο ατμού, στο γάλα γαϊδουράγκαθου και, φυσικά, στη σόγια.
Το πρόβλημά μου δεν είναι η κοπέλα. Προς Θεού. Τα πάμε πολύ καλά μαζί. Το πρόβλημα είναι ότι έχω ανταγωνιστή. Έναν κρεμανταλά, που την έχει βάλει στο μάτι. Τη φλερτάρει ξεδιάντροπα, ακόμα και μπροστά μου. Κι όποτε πάω να πω καμιά κουβέντα, μου τα χώνει κι από πάνω.
«Τι δουλειά έχεις με τη Σόγια, ρε;» μου λέει. «Εσύ που βρωμάς νικοτίνη από δέκα χιλιόμετρα μακριά;»
«Τρελάθηκες;» απαντάω. «Ποτέ δεν έχω καπνίσει στη ζωή μου!»
«Δεν έχει σημασία», επιμένει αυτός. «Η Σόγια πρέπει να είναι μαζί μου. Έτσι είναι φυσιολογικό. Με τον Β12 τον βιταμινούχο• όχι τον Μάλμπορο τον βρωμιάρη».
Τέλος πάντων. Κάνω υπομονή, γιατί δε θέλω να δημιουργήσω φασαρία. Στο κάτω-κάτω, έχει κι αυτός τα δικά του. Διαφορετικά, δε θα τον έφερναν εδώ. Εξάλλου, σε δύο μέρες, θα φύγω με την κοπέλα μου από την κλινική. Θα νοικιάσουμε σπίτι και θα μένουμε μαζί. Ο Μάλμπορο κι η Σόγια. Η νικοτίνη και η πρωτεΐνη.
Είμαστε ενθουσιασμένοι με το γεγονός. Είμαστε συνέχεια μαζί και πλάθουμε χιλιάδες όνειρα για το μέλλον. Κι αν όλα πάνε καλά, θα παντρευτούμε και θα γίνουμε γονείς. Τελικά, η κλινική μάς ωφέλησε πολύ.
Ένα από τα θέματα που μας απασχολούν, είναι η ονομασία του παιδιού μας. Δε θέλουμε να υποφέρει κι αυτό σαν εμάς. Μετά από πολύ σκέψη, αποφασίσαμε πώς θα το ονομάσουμε. Αν είναι αγόρι, Κλύσμα. Αν είναι κορίτσι, Σύριγγα. Αστειεύομαι.
* Ο Κωνσταντίνος Αναστασιάδης γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Σπούδασε Στατιστική στην ΑΒΣΠ και εργάστηκε για πολλά χρόνια σαν μηχανικός λογισμικού σε διάφορες εταιρείες. Με τη συγγραφή ξεκίνησε να ασχολείται το 2006. Μπορείτε να κατεβάσετε τα βιβλία του δωρεάν από τη διεύθυνση: https://sites.google.com/site/athenshermit/
Ενότητα
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ