Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Διήγημα : Αναγκαστική προσγείωση


του Αντώνη Μπασούκου *

Στην αρχή τρόμαξα λίγο. Κάτι φάνηκε να κινείται μπρος απ' το φεγγάρι για μια στιγμή και μετά χάθηκε. Οι γιορτές είχαν περάσει, αλλά ο χριστουγεννιάτικος φωτισμός παρέμενε πάνω στις κολώνες. Μικρά τοσοδούλια αστράκια εδώ κι εκεί, άσπρα και κόκκινα, να τραβάνε το βλέμμα μέσα στο διάχυτο φως του στύλου που τα φιλοξενούσε. Οι στύλοι σε παράταξη μέχρι την προκυμαία, φώτιζαν την νοτισμένη αιθάλη του καταχείμωνου. Η ατμόσφαιρα μύριζε καμμένο ξύλο μαζί με ξαφνικές πινελιές ιωδίου σε κάθε ριπή του αέρα. Το πετρέλαιο ήταν ακριβό, βλέπεις, και δούλευαν τα τζάκια. Κάθε φορά που η οσμή άγγιζε τα ρουθούνια μου, απορούσα για το πόσα πολλά θα πρέπει να ήταν.

Ένας σκούρος όγκος πετάχτηκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου, ψηλότερα απ' τις κολώνες. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Άκουσα μια φωνή, κάτι σαν κουδουνάκια και είδα αστραπιαία μια σκιά να περνά από το σημείο που βρισκόμουν δύο δεύτερα πριν. Το έλκηθρο έσκασε με πάταγο στην άσφαλτο και αναπήδησε, πριν φρενάρει ξύνοντας το οδόστρωμα. Ευτυχώς ήταν αργά και ο δρόμος άδειος.

Το έλκηθρο; Δεν πίστευα τα μάτια μου. Πενήντα μέτρα πιο κάτω, ένα μεγάλο έλκηθρο σαν κι αυτά που είχα δει σε παλιές ταινίες εποχής που διαδραματίζονταν στη Ρωσία είχε ακινητοποιηθεί στο γείσο του πεζοδρομίου. Οδηγός δεν φαινόταν, μόνο πέντε τάρανδοι και ένας γάιδαρος, ζεμένοι μπροστά, σιγούρευαν το πάτημά τους μετά το σοκ της προσγείωσης και τίναζαν τα κεφάλια. Στα πίσω καθίσματα, ένας υπερμεγέθης σάκος, που έμοιαζε φτιαγμένος από πορφυρό βελούδο, είχε σκιστεί και από μέσα έβγαιναν επιστολές. Ένα εκτυφλωτικό κόκκινο φως που έβγαινε από το μπροστινό μέρος αναβόσβηνε πάνω στα κτήρια.

Έτρεξα προς το ατύχημα. Πρόλαβα να δω έναν ασπρομάλλη μουσάτο με γυαλιά πιλότου πριν με στραβώσει επώδυνα ο περιστρεφόμενος φανός που είχε στο κεφάλι, γερά αγκιστρωμένος με λουρί στο σαγόνι, κάνοντας τη γενειάδα του να φουντώνει ασύμμετρα στη μέση.

"Συγγνώμη" είπε και τον έσβησε. "Είναι για να με βλέπουν τα αεροπλάνα. Πάει ο καιρός που δεν είχε κίνηση εκεί πάνω. Δεν κάνει να προσαρμόσω φώτα στο σκάφος. Είναι ιστορικό κειμήλιο. Είσαι εντάξει;".

"Θα ζήσω. Νομίζω". Ανοιγόκλεισα τα μάτια αρκετές φορές προτού καταφέρω να διακρίνω ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Ο ηλικιωμένος άντρας ήταν παραχωμένος σε γράμματα που είχαν χυθεί από το σάκο μέχρι τον ώμο. "Εσύ είσαι οκέι;"

"Ναι, δε νιώθω να χτύπησα πουθενά". Ελευθέρωσε με λίγη προσπάθεια και το άλλο του χέρι και έβγαλε το φάρο-καπέλο και τα γυαλιά. Τον τράβηξα έξω. Ήταν βαρύς. Στάθηκε βογγώντας στα πόδια του και ίσιωσε τη μέση του.

"Δεν πρέπει να φοράς κόκκινα;" ρώτησα, απορώντας πού βρήκα το θράσος.

"Α, το πρόσεξες. Σήμερα δεν είμαι σε επίσημη αποστολή και είπα να είμαι άνετα. Η πρωτοχρονιά πέρασε, έτσι δεν είναι;" αποκρίθηκε και έβγαλε τα δερμάτινα γάντια που φορούσε, έλυσε το κασκόλ και άνοιξε το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν του. "Είμαι ο Άγιος Βασίλης" είπε γελαστά και έτεινε το χέρι.

"Χάρηκα. Εγώ είμαι ο Αλέξανδρος. Βουγιούκας". Έκανα μια ζαβή χειρονομία χωρίς να του σφίξω το χέρι.

"Καλή χρονιά Αλέξανδρε. Συγγνώμη αν σε τρόμαξα. Μισό λεπτό, με συγχωρείς, αλλά πρέπει να ελέγξω τους κινητήρες".

"Τους κινητήρες;" απόρησα.

Είχε ήδη απομακρυνθεί και έλεγχε προσεκτικά τα ζώα που έσερναν το έλκηθρο. Ασυναίσθητα τον ακολούθησα. Χάιδευε καθησυχαστικά τη ράχη τους πριν κοιτάξει ενδελεχώς το σώμα τους. Τους μίλαγε κιόλας και έγερνε το κεφάλι του στο στόμα τους σαν να μπορούσαν να του απαντήσουν. Ή μπορεί και να του απαντούσαν, δεν ξέρω. Τελικά χαλάρωσε.

"Τα παιδιά είναι εντάξει. Μας βγήκε καλά η προσγείωση. Τούτος δω έχει κάτι αμυχές, αλλά δεν είναι τίποτα".

Ο τάρανδος γύρισε και μου έγλειψε το μάγουλο. Του χάιδεψα τη μουσούδα αμήχανα.

"Σε συμπάθησε. Αν ζητήσει μπύρα, μην του δώσεις. Το παρακάνει".

"Δεν... δεν έχω μπύρα μαζί μου. Εννοώ, είναι όλη στο στομάχι μου". Δεν ήξερα τι άλλο να πω.

"Μου αρρώστησε με γρίπη ο αδερφός του και αναγκάστηκα να δανειστώ το Μήτσο γι' αυτές τις μέρες". Έδειξε το γάιδαρο. "Και την πρωτοχρονιά έτσι μοιράσαμε τα δώρα στα παιδιά, με αυτή τη σύνθεση. Μπάταρε το όχημα λίγο στα αριστερά, αλλά με λίγο πηδάλιο δεν είχα πρόβλημα. Σήμερα όμως... Δεν υπολόγισα καλά το βάρος. Σήμερα, βλέπεις, είπα να πάω γι' ανακύκλωση τα γράμματα που μου στέλνουν οι ενήλικες. Τα δώρα για τα παιδιά είναι πάντα πολύ ελαφρότερα από τα γράμματα των μεγάλων, αλλά φέτος το κακό παράγινε. Όλοι έχουν κάτι να ζητήσουν, κι ας ξέρουν πως εγώ πάω δώρα μόνο στα παιδιά. Έπρεπε να το είχα σπάσει σε δύο φορτία".

Συνέχιζα να μην έχω τι να πω, κι έτσι κράτησα το στόμα μου κλειστό.

"Μουγκάθηκες; Εντάξει, δεν βλέπεις τον Άγιο Βασίλη κάθε μέρα... μάλλον δεν με βλέπει κανείς ποτέ, αλλά εσύ έχεις σοκαριστεί παιδί μου. Αν μπορούσα να αποφύγω να με δει κάποιος θα το έκανα, αλλά δεν ήταν στο χέρι μου σήμερα. Θα σε γλίτωνα από τη σαστιμάρα. Βέβαια, τέτοια μέρα, τέτοια ώρα σε περιοχή με καταστήματα και γραφεία, υπολόγιζα ότι δεν θα πετύχαινα κανέναν, αλλά έτυχε να περνάς εσύ. Έψαξα την καλύτερη περιοχή για προσγείωση στο GPS, τις έχω μαρκαρισμένες από πριν. Το πέταγμα τη νύχτα θέλει κότσια. Η προσγείωση ήταν ζόρικη πάντως. Ευθυγραμμίστηκα με τα φωτεινά στολίδια στο δρόμο, όχι χωρίς προσπάθεια και με πολλή βοήθεια από τα παιδιά, αλλά και πάλι μου ξέφυγε όταν έκοψα ταχύτητα".

"Ααα" αναφώνησα. Δεν είχα καταλάβει και πολλά. Στάθηκα σε αυτό που είχα προσέξει από όλα όσα είχε πει. "Στέλνουν οι μεγάλοι γράμματα; Τόσα πολλά εννοώ;"

"Φυσικά. Μου έστειλες κι εσύ, δεν θυμάσαι;"

"Α, ναι". Ντράπηκα.

"Μου ζήτησες να περάσεις με παρέα την πρωτοχρονιά, γιατί ένιωθες πολύ μόνος τον τελευταίο καιρό".

"Κι εσύ μου εκπλήρωσες την ευχή. Σ' ευχαριστώ".

Αναστέναξε. "Αν αυτό προτιμάς να πιστεύεις. Είχες παρέα και σήμερα, Αλέξανδρε;"

"Αμέ, γι' αυτό γύριζα τέτοια ώρα".

"Τέλεια. Οπότε είσαι εντάξει από διάθεση. Θα με βοηθήσεις να μαζέψω τα γράμματα λίγο, γιατί δεν κάνει να τα αφήσω εδώ; Καταλαβαίνεις".

Έγνεψα καταφατικά και άρχισα να μαζεύω γράμματα από το δρόμο. Ο Άγιος Βασίλης έκανε το ίδιο. Δειλά-δειλά, με το βλέμμα στραμμένο στο δρόμο, του έπιασα την κουβέντα.

"Τα πας στην ανακύκλωση τα γράμματα, ε;"

"Ναι".

"Αυτά είναι όλα όσα έλαβες;"

"Ναι".

"Και των παιδιών;"

"Όχι, των παιδιών τα αρχειοθετώ όλα".

"Των μεγάλων μόνο είναι τούτα;"

"Ναι".

"Είναι και το δικό μου εδώ;"

"Ναι".

"Άρα αυτά είναι τα εκπληρωμένα, έτσι;"

Ο Άγιος παράτησε το μάζεμα των σκορπισμένων γραμμάτων και ξεφύσηξε.

"Αλέξανδρε, μόνο τις ευχές των παιδιών εκπληρώνω. Των μεγάλων καμιά".

"Μα εμένα μου εκπλήρωσες την ευχή".

"Αναρωτιέμαι γιατί πάντα καταλαβαίνετε αυτό που θέλετε. Στους μεγάλους αναφέρομαι μόνο, έτσι; Μόνος σου την εκπλήρωσες την ευχή σου Αλέξανδρε".

"Μόνος μου;"

"Ναι, μόνος σου, με δικές σου δυνάμεις, δικές σου επιλογές και δικές σου αποφάσεις".

Είχα μαζέψει ήδη μια αγκαλιά γράμματα και πήγαινα να την αδειάσω στο έλκηθρο, όπως είχα δει λίγο πριν να κάνει ο Άγιος.

"Σαν πλασίμπο λειτούργησε δηλαδή στην περίπτωσή μου;"

"Ακριβώς. Αυθυποβολή. Σου φαίνεται περίεργο; Το εξηγεί και η επιστήμη".

"Μα, αφού υπάρχεις, γιατί δεν εκπληρώνεις μερικές, έστω κάποιες λίγες κι επιλεγμένες, από τις ευχές των μεγάλων;"

"Δεν είναι δουλειά μου αυτό".

"Τι απλά, έτσι; Με όλο το χαμό, τη βία και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο, μου λες απλά ότι είσαι σωστός επαγγελματίας χωρίς να κοκκινίζεις; Ειδικά αυτή την εποχή που έχει αυξηθεί ο πόνος, η μιζέρια και η μοναξιά;"

"Όλα αυτά που λες είναι σωστά, και υπάρχουν. Αλλά είναι δικό σας δημιούργημα και, συνεπώς, δικό σας πρόβλημα για λύση".

"Μπα; Κι εσύ τι ρόλο παίζεις; Του παρατηρητή και σχολιαστή;"

Με κοίταξε κατάματα και πήγε να πει κάτι, το μετάνιωσε και είπε κάτι άλλο.

"Με αδικείς".

"Δεν νομίζω ότι σε αδικώ καθόλου. Κι έπειτα, είμαστε μεγάλοι, όπως λες, μπορούμε, οι περισσότεροι, να καθαρίσουμε μόνοι μας, τις περισσότερες φορές. Τα γράμματα γιατί τα πετάς;"

"Γιατί έτσι πρέπει".

"Άσε τις υπεκφυγές πια!"

"Τα γράμματα των μεγάλων είναι λυπητερά. Ζητούν πράγματα που είναι ή έξω από τις δυνάμεις μου ή υπάγονται εντελώς στις δικές τους".

"Δεν καταλαβαίνω".

"Δες τα γράμματα. Είναι όλα τους ανοιχτά έτσι κι αλλιώς. Δεν νομίζω ότι θα πειράξει".

Δίστασα. Μου ένευσε να κάνω ό,τι νόμιζα σωστό. Έπιασα ένα τυχαία και το διάβασα φωναχτά.

"Άγιε μου Βασίλη, με διέγνωσαν με καρκίνο στο στήθος. Δεν ξέρω αν πρέπει να φοβάμαι, γιατί ο γιατρός λέει ότι θεραπεύεται. Δεν ξέρω αν υπάρχεις, αλλά θέλω να σου πω ότι φοβάμαι".

"Δεν μπορώ να θεραπεύσω κάποιον. Δεν το'χω, πώς το λένε. Θα κάνω ζημιά. Ούτε ένα λόγο συμπαράστασης μπορώ να στείλω γιατί θα δημιουργήσω την εντύπωση ότι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα μαγικά".

Τον κοίταξα καλά-καλά. Άνοιξα ένα άλλο. Το διάβασα κι αυτό.

"Άγιε, ψάχνω για δουλειά εδώ και δύο χρόνια. Δεν ζήτησα τίποτα πέρυσι και πρόπερσι, όμως φέτος έχω απελπιστεί. Βοήθησέ με να βρω μια δουλειά".

"Δεν μπορώ να κάνω κάποιον να τον προσλάβει, ούτε και να ξελασπώσω την οικονομία".

Δεν ακούγονταν παράλογα τα όσα έλεγε. Τον κοίταξα στιγμιαία, πριν ανοίξω άλλο.

"Άγιε Βασίλη, κάνε να μην μυριστεί η Μυρσίνη ότι παίζω και με τη φίλη της".

Άνοιξα και τέταρτο.

"Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, αν υπάρχεις, φέρε μου μια Πόρσε κι εγώ θα είμαι καλό παιδί".

Άνοιξα κι άλλο.

"Στείλε φέτα".

Κι άλλο. Τις προσφωνήσεις τις προσπερνούσα πια.

"...κάνε να μην είμαι στη λίστα που ξεψαχνίζει η εφορία".

Κι άλλο.

"...άλλαξε τα μυαλά της Τάνιας να μου κάνει κόλπα στο κρεβάτι. Ξέρεις εσύ".

Κι άλλο.

"...θέλω καλύτερο αμάξι απ' του γείτονα".

Κι άλλο.

"...κάνε να βγει το πρότζεκτ σε μια βδομάδα".

Κι άλλο.

"...κάνε να μην έχουμε εκλογές φέτος, γιατί δεν με βλέπω να επανεκλέγομαι".

Κι άλλο.

"...κάνε να πουλήσουμε περισσότερα αεροσκάφη από τους Αμερικανούς".

"Αυτό το τελευταίο αναφέρεται σε πολεμικά αεροσκάφη" είπε μελαγχολικά ο Άγιος Βασίλης.

Πέταξα με απόγνωση όσα γράμματα κρατούσα στα χέρια μου μέσα στο έλκηθρο.

"Τι είναι όλα αυτα;". Έκανα παύση. "Εμείς, οι μεγάλοι, πρέπει να προσέχουμε τι ευχόμαστε μερικές φορές. Και να μάθουμε να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας και να βοηθάμε ο ένας τον άλλο".

"Βρήκες λοιπόν τι θα ευχηθείς του χρόνου, Αλέξανδρε". Ο Άγιος Βασίλης με χτύπησε φιλικά στον ώμο.

"Του χρόνου; Του χρόνου δεν θα σου στείλω τίποτα, γιατί τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω" είπα πεισματικά.

"Όλοι έτσι λένε πάντα" είπε απλά, πέταξε τα τελευταία γράμματα σκόρπια στο έλκηθρο και ανέβηκε κι ο ίδιος. "Α, δέχομαι και ιμέιλ πλέον".

Το ξυπνητήρι έμοιαζε να αντηχεί στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Μα τόση γκαντεμιά πια; Αφού ήταν Κυριακή, γιατί δεν το είχα απενεργοποιήσει την προηγούμενη; Κι έβλεπα ένα ενδιαφέρον όνειρο... Ανασηκώθηκα, και συνειδητοποίησα ότι είχα πονοκέφαλο. Το είχα παρακάνει λίγο με τα ποτά την προηγούμενη. Ξανακουκουλώθηκα να κοιμηθώ, αλλά δεν μπορούσα. Με τραβούσε το στομάχι. Ντύθηκα όπως-όπως και κατέβηκα στο κέντρο να πάρω μια ζεστή τυρόπιτα. Η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα δεν είχε ξεφτίσει εντελώς. Ο δήμος δεν θα ξεστόλιζε μέχρι την επόμενη βδομάδα. Έφτασα στο τυροπιτάδικο και στήθηκα στην ουρά, χαζεύοντας εδώ κι εκεί. Μπροστά στο μαγαζί η άσφαλτος είχε γρατσουνιστεί, σαν κάτι βαρύ να είχε συρθεί εκεί. Όρκο δεν θα έπαιρνα, ωστόσο δεν θυμόμουν να υπήρχαν αυτά τα σημάδια εκεί παλιότερα.

* Ο Αντώνης Μπασούκος γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Χαλκίδα κατά τα τέλη του καιρού που τα πράγματα ήταν απλούστερα. Τώρα, που κοντεύει να τριανταρίσει χωρίς να έχει βάλει μυαλό, γράφει ποιήματα και σύντομες ιστορίες, προσπαθώντας, ίσως, να συνεισφέρει στις ερμηνείες της ανθρώπινης κατάστασης. Σπούδασε Βιολογία στα Γιάννενα, έπιασε τη Φιλοσοφία στην Κρήτη και τη συνεχίζει μέχρι τελικής πτώσης ως υποψήφιος διδάκτορας στο Έξετερ της Αγγλίας.

 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...