της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη *
Διάβασα πρόσφατα το ‘‘Johnnie Society’’, το οποίο κυκλοφορεί ελεύθερο δικαιωμάτων στο διαδίκτυο μέσω του www.johnnie-society.org, το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Φαρσάρη καθηγητή Πληροφορικής και δημιουργού της ανοικτής διαδικτυακής βιβλιοθήκης OPENBOOK. Πρόκειται για ένα νέο παιδί με χαμηλό προφίλ που εκπέμπει δυναμισμό, θετική ενέργεια και αυξημένες προσδοκίες για το μέλλον του βιβλίου, το οποίο πιστεύει ότι σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα θα είναι πλέον ηλεκτρονικό.
Ο Γ. Φαρσάρης είναι ένας ακούραστος αναγνώστης, αφού εκτός των άπειρων βιβλίων που καταβροχθίζει σαν book- alcoholic (όπως οφείλει κάθε συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του), επιμελήθηκε για 1 ακριβώς έτος -σημειώνοντας επιτυχία- και το ONE:STORY (www.onestory.gr), έναν πρωτότυπο ιστοχώρο, ο οποίος πέτυχε το στόχο του. Λειτούργησε ως ανοιχτή λογοτεχνική πλατφόρμα, όπου γνωστοί και άγνωστοι συγγραφείς κατέθεσαν καθημερινά από ένα τους διήγημα, που αντιστοιχούσε σε κάθε μια μέρα του χρόνου.
Το ‘’Johnnie Society’’, ένα σύγχρονο, κοινωνικό μυθιστόρημα πόλης μας εισάγει ευθύς εξ’ αρχής σ’ έναν κόσμο, όπου η πάλη των ηρώων με το κοινωνικό κατεστημένο τους βρίσκει ηττημένους και μόνους ν’ αναμετρώνται με τις προσωπικές τους αντοχές.
Ολόκληρος ο προσωπικός και ο συλλογικός βίος ξετυλίγεται βήμα βήμα με στόχο την ισορροπία, μια εύθραυστη εσωτερική ισορροπία του πρωταγωνιστή που φέρει το όνομα Johnnie, ενός ταλαντούχου Έλληνα τριαντάρη οικονομολόγου που ζει μεν στην Αθήνα, αλλά καλείται να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο της πολυεθνικής όπου εργάζεται, στο Λονδίνο. Εκεί μια δυνατή ανατροπή στα μέχρι τώρα δεδομένα της ‘’σίγουρης’’ -μέχρι εκείνη τη στιγμή- ζωής του, θα τον αναγκάσει ν’ αλλάξει άρδην ρότα και να δει το μέλλον του με μια άλλη οπτική, που θα τον κάνει να αναθεωρήσει κυριολεκτικά τα πάντα.
Η δράση τοποθετείται στα χρόνια της οικονομικής ευρωστίας και της κερδοσκοπικής παραφοράς, όπου ο ήρωας και οι συν αυτώ γέμιζαν τις μέρες και τις νύχτες τους συμμετέχοντας σε ευδαιμονικές συνευρέσεις, υπακούοντας σε λάιφ στάιλ επιταγές και σε ανάγκες μιας εργασίας χωρίς ωράρια, που κατασπαταλούσε τον προσωπικό τους χρόνο σε ταξίδια- αστραπή εκτός προγράμματος, ‘’κοκτέιλ πάρτις’’, έκτακτα‘’ μίτινγκς’’ κ.λ.π. Το Λονδίνο της εκζήτησης παρουσιάζεται σε γλαφυρές περιγραφές των κινέζικων εστιατορίων του Σόχο, των σνομπ καταστημάτων της Bond Street, των trendy coffee-shops του κέντρου της Εγγλέζικης μεγαλούπολης και του ατσαλάκωτου κόσμου των Golden boys του City.
Η επιστροφή του Johnnie στον γενέθλιο τόπο αποδεικνύεται καθοριστική. Ορφανός και από τους δυο γονείς(ο ταυτόχρονος χαμός και των δυο είναι ένα γεγονός, που θα καθορίσει το στίγμα της μετέπειτα πορείας του ήρωα, ενώ η συχνή ανάκληση της μνήμης τους μέσω ενδιάμεσων φλας μπακ, χρωματίζουν το κείμενο με συγκίνηση και ουσία) διαλυμένος στην κυριολεξία από έναν έρωτα (μια ωραία Ιωάννα, που τον σημαδεύει ανεξίτηλα καθιστώντας οδυνηρή τη διαπάλη μεταξύ σκληρής πραγματικότητας και φαντασίας) αποφασίζει να ξεφορτωθεί όλο το προηγούμενο, σαθρό και ανούσιο παρελθόν του (εξαιρετικές οι περιγραφές με το ξεφόρτωμα της πανάκριβης γκαρνταρόμπας και των πολυτελών αντικειμένων σ’ ένα παλιατζή για κομμάτι ψωμί) και από στέλεχος πολυεθνικής ( με όλα τα συμπαρομαρτούντα), καταλήγει να γίνει’’ ντιλιβεράς’’ σε πιτσαρία, να πιάσει δηλαδή ηθελημένα ‘’πάτο’’, αποφασισμένος να ξαναχτίσει τη ζωή του απ’ την αρχή, αυτή τη φορά πάνω σε σταθερά θεμέλια.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, ολοκληρωμένοι και δυνατοί, έκαστος ‘’εφ’ ω ετάχθη’’ παίρνουν τα ηνία, οδηγώντας την αφήγηση σε δαιδαλώδη μεν, ωστόσο αρκετά ενδιαφέροντα μονοπάτια. Με το σασπένς, να ρέει, να μαγνητίζει και να κορυφώνεται παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας, που θυμίζει κινηματογραφική ταινία με τον ανάπηρο επαίτη των φαναριών, πρώην μοτοσικλετιστή Τζο ο οποίος παρόλο τον εκρηκτικό, χειμαρρώδη και πολλάκις ανατρεπτικό χαρακτήρα του, μετατρέπεται στον καλύτερο φίλο του ήρωα καθώς και την καλοσυνάτη γεροντοκόρη Γιοβάννα (πρόσωπο κλειδί), που θα γίνει γι αυτόν δεύτερη μάνα, φίλη, μέντορας . Η σκιαγράφηση αυτού του συγκεκριμένου χαρακτήρα, που συγκινεί με την ανθρωπιά του παραδίνοντάς μας μαθήματα αλτρουισμού, τρυφερότητας αλλά και φιλοσοφίας, καθορίζει την πορεία όλου του έργου.
Στη συνέχεια ανακαλύπτουμε την ιδιαίτερη σχέση του πρωταγωνιστή με τον μικρό Γιαννάκη,( ένα πεντάχρονο μπόμπιρα και τη μητέρα του, την άλλη οικογένεια του Johnnie-εδώ κυρίαρχο ρόλο παίζουν ο παιδικός αυθορμητισμός, η αθωότητα και η συναισθηματική στήριξη- ) καθώς και τον νεκρό πλέον ιδιοκτήτη του παλιού, ερειπωμένου σπιτιού (τόπο κατοικίας του ήρωα, που περιγράφεται με εξαιρετικές εικόνες από τον συγγραφέα ), παππού Γιάννη με το σκοτεινό και καλά κρυμμένο μυστικό του, που αποκαλύπτεται όλως τυχαίως από τον πρωταγωνιστή. Ένα εύρημα που ταιριάζει γάντι στην υπόθεση και εγκλωβίζει όλους τους ήρωες σ’ ένα ανατροφοδοτούμενο κύκλο.
Είναι ένα πολύπλευρο μυθιστόρημα που ουσιαστικά πραγματεύεται ζητήματα της καθημερινότητας, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στις μέρες μας, περνώντας από μικροσκόπιο ωστόσο την ανατομία των διαπροσωπικών σχέσεων( δυνατές ερωτικές σκηνές ανάμικτες με τρυφερότητα και αρκετή συγκίνηση) την ανάγκη για ζεστασιά και ανθρώπινη επαφή, την πάσης φύσεως υποστήριξη, οικονομική αλλά κυρίως ψυχολογική, την άδολη αγάπη, την αναζήτηση του μητρικού και πατρικού πρότυπου, προάγοντας αρετές όπως την αξία της φιλίας, την φιλανθρωπία, το φιλότιμο και το όραμα για ένα καλύτερο κόσμο, ενώ σε αντίστιξη έρχονται η απόγνωση, το κενό, οι ενοχές, η τελειομανία, ο ναρκισσισμός, η οργή και η ταπείνωση, το μίσος και η αγιότητα, η άνοδος και η πτώση και τέλος η κάθαρση.
Επίκαιρα θέματα όπως η ανεργία, η απογοήτευση και η αποστροφή από τη κοινωνία, η φοβία αλλά και περιθωριοποίηση της διαφορετικότητας, γίνονται ταυτόχρονα “καθοδηγητές” στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Επίσης, ένα από τα μεγάλα ατού του ‘’Johnnie Society’’ είναι η μέθεξη του αναγνώστη με το μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Με αδρές περιγραφές ο Γ. Φαρσάρης μας γνωρίζει τη χρησιμότητα και τη μοναδική ικανότητα αυτού του πανίσχυρου μέσου επικοινωνίας, που σε φέρνει κοντά στη γνώση, αλλά και την ανθρώπινη επαφή άμεσα και ανέξοδα.
Η συστηματική ενασχόληση που τέλος γίνεται εξάρτηση, τα παιχνίδια, τα chat, ο κόσμος του facebook -με τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο ψέμα και την πραγματικότητα-περιγράφονται με τέτοιο τρόπο, ώστε και ο τελευταίος αδαής να μπορέσει να μπει στο κλίμα. Το internet θεοποιείται και αναδεικνύεται σε μέγα πρωταγωνιστή, ικανό ν’ αλλάξει ζωές, να ενώσει διαφορετικούς ανθρώπους σ’ ένα κοινό σκοπό (εδώ λύνεται και ο γρίφος του τίτλου του βιβλίου), ενώ υπερτονίζεται μόνο θετικά η αφάνταστη δύναμή του.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα μίγμα αυτοβιογραφικών στοιχείων και συνειρμικών σχολίων, αναμνήσεων ίσως, που αποτέλεσαν διαχρονικής αξίας βιώματα, αποκτά τη διπλή διάσταση του πρωταγωνιστή αλλά και του σχολιαστή των γεγονότων, με αποτέλεσμα το ‘’Johnnie Society’’ να μην φαίνεται ότι είναι προϊόν φαντασίας-τουλάχιστον σε ορισμένα σημεία του- αλλά αναπαραγωγή μιας βιωμένης πραγματικότητας. Ο ίδιος, θα λέγαμε πώς είναι ‘’ ένας επαναστάτης με αιτία’’ που κρύβεται πίσω από τα πρόσωπά του, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο κεντρικός ήρωας, ο Johnnie, δεν αποκλείεται να είναι μια μυθιστορηματική περσόνα του ίδιου του συγγραφέα.
Στα μειονεκτήματα του βιβλίου-τα οποία όμως συγχωρούνται σ’ ένα πρωτόλειο, το οποίο δεν έτυχε καν επιμέλειας- συγκαταλέγεται μια κατάχρηση βαρύγδουπων λέξεων και βαθυστόχαστων φράσεων, με σκοπό τη δημιουργία υποβλητικού ύφους, κλίματος και ατμόσφαιρας. Π.χ. ο υπερβολικά δοσμένος κόσμος των εκδόσεων και της τηλεόρασης, καθώς και οι συνεχείς ’’χύμα ‘’διάλογοι του ήρωα με τον Τζο -σε νεωτερίζουσα αργκό που σπάει κόκαλα- είναι γεγονότα που αλλοιώνουν εν μέρει το έργο. Κατά την γνώμη μου, ένα βασικό στοιχείο που θα πρέπει να τού δοθεί ιδιάζουσα προσοχή στο μέλλον, είναι η γλώσσα, όπως και η αφαίρεση, η λιτότητα και η πύκνωση.
Ωστόσο σύντομα προσπερνάμε τις αδυναμίες του κειμένου, αφού στη συνέχεια η πλοκή μας συμπαρασύρει, εκπλήσσοντάς μας ευχάριστα.
Εν κατακλείδι, το Johnnie Society είναι ένα μοντέρνο αφήγημα με ψυχολογικές προεκτάσεις πάνω σε υπαρξιακά θέματα, μια δυνατή πρώτη προσπάθεια από ένα φερέλπιδα και πολυπράγμονα συγγραφέα, που καταγράφει την θλιβερή πραγματικότητα της εποχής μας, την ευτέλεια των σχέσεων, την εσωστρέφεια και την ψυχική κατάπτωση της νέας γενιάς, που από το χρυσό όνειρο της ανέλιξης και της επαγγελματικής καταξίωσης, εξωθείται στην καταβαράθρωσή της.
Μετά όμως από ‘’μύρια όσα’’ κατορθώνουν οι ήρωες τελικά να βρούν τη δύναμη για μια νέα αρχή, δυναμική και ειλικρινή, αυθεντική πάνω απ’ όλα. Αυτό είναι και το μήνυμα που μας μεταφέρει ο Γιάννης Φαρσάρης . Και μόνο γι αυτό αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο του. Διαβάστε το όμως και για κάτι άλλο. Επειδή είναι από εκείνα τα λίγα βιβλία που καταγράφει ολοζώντανα την εποχή μας με τα καλώς και τα κακώς κείμενά της, κάτι που σπάνια ακολουθούν οι σημερινοί συγγραφείς -στη συντριπτική τους πλειοψηφία -που δεν γράφουν για το σήμερα, αλλά για το χθες. Το σήμερα , βλέπετε, πληγώνει…
* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Διατηρεί το ιστολόγιο http://renapetropoulou.blogspot.gr