Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Διήγημα : Ένα θλιμμένο τριαντάφυλλο


της Γιώτας Αλέξη *

Μια φορά κι ένα καιρό σ’ ένα δάσος μακρινό, συνάντησα ένα θλιμμένο τριαντάφυλλο. Δεν έχει σημασία ο χρόνος , αφού είναι κάτι που μπορεί να γίνει και αύριο. Κοιτούσα από εδώ κι από εκεί τα πράσινα δέντρα και τους μεγάλους θάμνους ώσπου το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω του. Ήταν πολύ όμορφο και είχε λαμπερό κόκκινο χρώμα. Το τριαντάφυλλο ήταν από την αρχή πολύ φιλικό μαζί μου και δεν τρόμαξε καθόλου που ήμουν άνθρωπος. Επίσης, μιλούσε συνέχεια με τα άλλα τριαντάφυλλα και γελούσε πολύ δυνατά με τα αστεία που έλεγαν. Όμως καμιά φορά ζητούσε να μείνει μόνο του.

Όλα τα τριαντάφυλλα το ήθελαν κοντά τους. Μια μέρα ξεκίνησα κι εγώ να κάνω πολύ παρέα μαζί του και εκείνο μου γνώρισε τους φίλους του. Πέρασαν πολλές μέρες που γνωριζόμασταν και ήδη του είχα πει πολλά πράγματα για εμένα. Μερικά από αυτά δε τα έλεγα στους ανθρώπους γιατί πίστευα ότι δε θα με καταλάβουν. Το τριαντάφυλλο  με άκουγε τόσο προσεκτικά που με μάγεψε ο τρόπος του.

Απ ότι μου είχε πει ένα κίτρινο καναρίνι, υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που είχαν πάει σε εκείνο το δάσος. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάθαιναν το ίδιο που έπαθα κι εγώ. Ήθελαν να κάνουν πολύ παρέα μαζί του. Το τριαντάφυλλο πάντα έκανε φίλους του τους ανθρώπους. Βέβαια, ότι κι αν γινόταν δεν έπρεπε ποτέ να το κόψουν για να το κρατήσουν κοντά τους. Μερικοί δε το κατάλαβαν αυτό και κάποιοι άλλοι έκαναν πως δεν το άκουσαν. Δεν άντεχαν ούτε να σκέφτονται ότι δε θα μπορούσε να γίνει εντελώς δικό τους κάποια μέρα. Γι αυτό κάποιοι από τους ανθρώπους προσπάθησαν όταν το τριαντάφυλλο κοιμόταν να  το κόψουν. Ήταν τόσο βιαστικοί που δε πρόσεξαν τα αθώα αγκάθια που είχε και τρυπήθηκαν. Ο εγωισμός τους πόνεσε πολύ.

Εγώ πάλι, όταν στην αρχή έκανα παρέα με το τριαντάφυλλο δεν είχα τέτοια προβλήματα γιατί νόμιζα ότι μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε.Σηκωνόμουν κάθε πρωί και περίμενα μέχρι να ξυπνήσει για να του δώσω να πιει νερό. Εκείνο, μόλις με έβλεπε ,χαιρόταν  και με άφηνε να μετράω τα πέταλά του ένα προς ένα. Επίσης, του έβαζα να ακούει τα αγαπημένα μου τραγούδια και το έβλεπα να χορεύει όσο του ψιθύριζα τους στίχους τους. Καθώς περνούσαν οι μέρες άρχισα να στενοχωριέμαι που δε μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, γι αυτό του ζήτησα να με βοηθήσει να μάθω τη γλώσσα που έχουν τα τριαντάφυλλα. Το τριαντάφυλλο όμως ήθελε συνέχεια να παίζουμε όπως μάθαμε στην αρχή.

Είχα μείνει στο δάσος για αρκετούς μήνες. Η μοναδική μου παρέα ήταν το θλιμμένο τριαντάφυλλο και οι φίλοι του. Όσο βρισκόμουν εκεί δεν είχε έρθει κανένας άνθρωπος. Έβλεπα μόνο κάτι περαστικούς τυφλοπόντικες, αλλά μόλις πήγαινα να τους μιλήσω, φοβόντουσαν που είχα μεγαλύτερα χέρια κι έφευγαν. Μπορεί να σκέφτονταν ότι ήθελα να τους κάνω κακό. Μιλούσα μόνο με το κίτρινο καναρίνι , αλλά κι αυτό δεν ερχόταν πολύ συχνά στο δάσος γιατί έπρεπε να βρει φαγητό να πάει στα παιδιά του που ήταν μικρά.

Μετά από πολύ καιρό αποφάσισα να γυρίσω πίσω στη Μεγαλούπολη, τη πόλη που βρισκόμουν πριν πάω στο δάσος. Είπα για πλάκα στο τριαντάφυλλο ότι θα το κόψω για να το πάρω μαζί μου για να δω αν θα μου πει τίποτα, αλλά εκείνο τότε έκανε κάτι καταπληκτικό, με άφησε να μετρήσω τα καινούρια κατακόκκινα πέταλα που είχε βγάλει. Μάλλον μου έδειχνε ότι είχε μεγαλώσει πολύ για να φύγει από το δάσος.

Όταν γύρισα στη Μεγαλούπολη , οι άνθρωποι με ρωτούσαν πώς πέρασα στις διακοπές μου στο δάσος κι εγώ στενοχωριόμουν όταν τους μιλούσα για το τριαντάφυλλο γιατί μου έλειπε πολύ.

Μια Παρασκευή πήγα να ψωνίσω από τη Λαϊκή λίγα φρούτα και τότε συνάντησα ένα όμορφο κολοκύθι σε ένα μπλε πάγκο. Το κολοκύθι έκανε κάποιες κινήσεις που έμοιαζαν με αυτές που έκανε το τριαντάφυλλο και γι αυτό το αγόρασα κατευθείαν. Όταν πήγαμε στο σπίτι το άφησα να καθίσει στο καναπέ και άνοιξα το ψυγείο για να δει  το καινούριο του κρεβάτι.

Κάθε βράδυ το έβαζα να ξαπλώσει και τα πρωινά το έβγαζα από το ψυγείο και το ακουμπούσα στη καφέ καρέκλα για να μιλήσουμε. Φαινόταν ότι του άρεσαν όσα λέγαμε. Το μοναδικό πρόβλημα που είχα μαζί του ήταν η μυρωδιά του. Κάθε φορά που το πλησίαζα μύριζε τόσο άσχημα που προτιμούσα να κρατάω μεγάλη απόσταση. Όμως δε μπορούσε να με ακούσει πολύ καθαρά και μου έλεγε να μιλάω δυνατά. Αναγκαζόμουν να φωνάζω  πολύ για να με ακούει και μετά με πονούσε ο λαιμός μου. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινα στο γιατρό για να μου δίνει αντιβίωση και να γίνω καλά.

Έπρεπε κάτι να κάνω με το θέμα της μυρωδιάς. Σκέφτηκα ότι αν άφηνα τα παράθυρα ανοιχτά θα έμπαινε καθαρός αέρας και δε θα είχα πρόβλημα να κάθομαι κοντά του, όμως μου έλεγε συνέχεια ότι κρύωνε κι έπρεπε να τα κλείνω ξανά. Ένα βράδυ, δεν άντεχα καθόλου την άσχημη μυρωδιά  και μου ερχόταν να κάνω εμετό. Του φώναξα από μακριά ότι θα πάω μια βόλτα, αλλά μάλλον κοιμόταν και δεν άκουσε. Όταν άνοιξα την εξώπορτα και μύρισα το καθαρό οξυγόνο θυμήθηκα ότι το θλιμμένο τριαντάφυλλο μύριζε όμορφα . Μου είχε λείψει κι αποφάσισα να το επισκεφτώ.

Όταν με είδε μπροστά του κατάλαβε αμέσως ότι είχα λυπημένο πρόσωπο και του τα είπα όλα για το κολοκύθι. Στο τέλος του πρότεινα να έρθει μαζί μου, το παρακάλεσα τόσες πολλές φορές, αλλά εκείνο δε μου απαντούσε. Όμως, μπορεί να ήθελε να σκεφτεί τι θα κάνει και γι αυτό θα περίμενα όλο το βράδυ μέχρι να μου απαντήσει. Έκανε πολύ κρύο και κοιμήθηκα ακριβώς δίπλα του για να ζεσταθώ. Βέβαια, πρόσεχα τις κινήσεις που έκανα γιατί μπορεί να το πατούσα με τη πλάτη μου αν κοιμόμουν βαριά ή το χειρότερο απ όλα ίσως μου έδινε μια απάντηση και δεν την άκουγα.

Το πρωί του έφερα να πιει νερό , όπως παλιά κι έδειχνε πάλι χαρούμενο. Μερικές σταγόνες είχαν κολλήσει πάνω του και δεν έφευγαν ούτε με τον πιο δυνατό αέρα.  Το τριαντάφυλλο δε μου είχε απαντήσει ακόμα αν θα ερχόταν μαζί μου.

Κάποια στιγμή, όταν κάθισα σε ένα γκρι βράχο, το παρατηρούσα που περνούσε ευχάριστα με τα άλλα τριαντάφυλλα. Ζήλευα τόσο πολύ όταν χαιρόταν με άλλους εκτός από εμένα. Έπρεπε να έρθει και να χαρεί μαζί μου στη Μεγαλούπολη για πάντα. Τότε ήταν που δε μπορούσα να περιμένω άλλο. Πήγα κοντά του και με μεγάλες κινήσεις προσπάθησα να το τραβήξω από το χώμα και να αρχίσω να τρέχω μέχρι να φτάσουμε πολύ μακριά.

Αυτό κατάλαβε το απειλητικό μου ύφος και πέταξε τις σταγόνες από το νερό που του είχα δώσει το πρωί στα μάτια μου. Για λίγη ώρα δε μπορούσα να δω τίποτα και τα τα μάτια μου έκαιγαν. Τα έτριψα πολύ γρήγορα με τα δάχτυλα Μόλις τα άνοιξα, είδα ότι οι φίλοι του, τα άλλα τριαντάφυλλα, το είχαν πλησιάσει και προσπαθούσαν να το κρύψουν για να το προστατέψουν από εμένα. Επειδή είχα μεγάλα πόδια πήγα να τα διώξω για να βρω το θλιμμένο τριαντάφυλλο, αλλά εκείνα με γρατζούνισαν με τα αγκάθια τους και δε μπορούσα να συνεχίσω  άλλο να προσπαθώ από το πόνο. Θυμάμαι τσίριξα τόσο δυνατά που μερικά γυάλινα αστέρια στον ουρανό ράγισαν.

Την ίδια στιγμή, πήρα το πληγωμένο μου λαιμό κι έφυγα αμέσως από το δάσος χωρίς να χαιρετήσω τα τριαντάφυλλα. Στο δρόμο σκεφτόμουν την ιστορία που μου είχε πει παλιά για τους άλλους ανθρώπους που είχαν προσπαθήσει να το πάρουν μαζί τους. Τότε δε την πίστευα και τόσο γιατί εκείνοι ήταν μεγάλοι και ένα τριαντάφυλλο είναι εύκολο να το κόψει και ο πιο μικρός άνθρωπος. Όμως, την ώρα που πήγα να το κόψω είδα ότι το θλιμμένο τριαντάφυλλο είχε και τη βοήθεια των φίλων του. Μάλλον οι φίλοι του είχαν κάνει το ίδιο στο παρελθόν για να το υπερασπιστούν.

Πριν φτάσω στο σπίτι επισκέφτηκα ένα μαγαζί για να ψωνίσω ένα άρωμα που μύριζε σαν τριαντάφυλλο. Θα ήταν σα να έχω μαζί μου το θλιμμένο τριαντάφυλλο. Το κολοκύθι όταν με είδε, έδειξε αρκετά ανήσυχο που έλειπα τόσες ώρες. Πήγα να του εξηγήσω τι είχα κάνει ,αλλά άρχισα πάλι να του φωνάζω. Το πρόσωπό μου από ροζ γινόταν έντονο κόκκινο. Κάποια στιγμή πήρα το άρωμα που μύριζε τριαντάφυλλο και έριξα όλο το υγρό πάνω μου για να μυρίζω για πάντα έτσι. Πραγματικά, τότε ,μπορούσα να κάθομαι πολύ κοντά στο κολοκύθι χωρίς να με ενοχλεί το άσχημο άρωμα που έβγαζε, αφού δε μπορούσα πια να το μυρίσω.

Από τότε αποφασίσαμε με το κολοκύθι να μείνουμε για καιρό μαζί, αφού περνούσαμε πολύ ωραία. Ξέχασα να σου πω, ότι ξεκίνησα να μιλάω κολοκυθένια και τώρα πια που δεν είχαμε πρόβλημα να καθόμαστε πολύ κοντά, μπορούσαμε να έχουμε και μεγάλες συζητήσεις.  Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόμουν αν είναι καλά το θλιμμένο τριαντάφυλλο ή αν με έχει συγχωρέσει. Βλέπεις, είχα άσχημη συμπεριφορά απέναντι του. Όταν το έλεγα αυτό στο κολοκύθι, με κοίταγε σοβαρά και μου έλεγε «Τα λάθη είναι ανθρώπινα».  Εσύ τι λες γι αυτό;

* Η Γιώτα Αλέξη γεννήθηκε το 1992 και μεγαλώνει στην Αθήνα.  Είναι φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων.  Στο 31ο  Λογοτεχνικό Διαγωνισμό  Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών πήρε έπαινο για την ιστορία «Μαμά mίa». Την ίδια χρονιά, κέρδισε έπαινο με βαθμολογία 17,4 για το διήγημα της «Χρεόγραφα»  σε διαγωνισμό που διεξήγαγε το Καλλιτεχνείο των Αχαρνών. Παρακολούθησε  τη σειρά μαθημάτων Σχόλη στις εκδόσεις Πατάκη που διοργανώθηκε το 2012 με εισηγητή τον Μισέλ Φάις. Ολοκλήρωσε το σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής των εκδόσεων Πολύτροπον  που έγινε το 2013 με εισηγήτρια τη Στέλλα Καραμπακάκη. Φήμες λένε ότι έχει εμμονή με το διαδίκτυο, αλλά για να δούμε τί δηλώνει η ίδια μέσα από τη προσωπική σελίδα της στο facebook : https://www.facebook.com/giota.alexi.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...