Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Διήγημα : Άντρες


του Φίλιππου Γαλιάσου *

Πετάχτηκε έξω να πάρει τις πάνες για το μωρό. Ήταν ήδη αργά και κατευθύνθηκε προς το πρώτο φαρμακείο να ψάξει για τα διανυκτερεύοντα. Στον πρώτο όροφο, πάνω από το φαρμακείο, βρισκόταν μια αναπηρική καρέκλα με ένα παππού πάνω της. Είχε ακουμπήσει τα χέρια του στο κάγκελο και είχε γύρει μπροστά τον κορμό του. Κοίταζε κάτω, στον πεζόδρομο. Ένας πεζόδρομος γεμάτος πλατάνια, ελιές και πεύκα. Δέντρα, κυβόλιθοι και μια νυχτερινή ανεμελιά. Μόλις είχε μπει ένα διεστραμμένα ζεστό καλοκαίρι.
Αισθανόσουν σα κάποιος να ήθελε να σε ξεκάνει κόβοντας σου την αναπνοή. Ένας σκύλος σήκωσε ψηλά το πόδι του και τα αμόλησε στη μάντρα της πολυκατοικίας του φαρμακείου. Ο παππούς τον κοίταξε και σα κάτι να ψιθύρισε. Του έλειπαν δόντια και μασέλα. Αν από κάπου ήταν να φύγει η ψυχή του τότε σίγουρα αυτό θα ήταν το στόμα του. Ο σκύλος μύρισε λίγο την βρεγμένη επιφάνεια του μπετόν, κοίταξε μετά το φαρμακείο και συνέχισε ατάραχα το δρόμο του. Τα νύχια του κροτάλιζαν στο έδαφος ως οδηγός για το βλέμμα του παππού. Χάθηκε στην γωνία και ο παππούς ίσιωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Θολά, κάποτε πράσινα μάτια. Μάτια που στα ογδόντα τους χρόνια και με την ταχύτητα του αναπηρικού καροτσιού ρουφούσαν τη ζωή που υπήρχε έξω, στο μπαλκόνι του. Αυτός, έκανε ένα μορφασμό σα χαμόγελο και προχώρησε προς τον πίνακα με τα διανυκτερεύοντα.

Πάνες, πάνες, πάνες. Ένα βράδυ ξέγνοιαστο ονειρευόταν και θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να τις βρει. Κοίταξε στην κατάσταση του φαρμακείου προσπαθώντας να βρει που πρέπει να κοιτάξει και τι μέρα ήταν. Δύσκολη υπόθεση. Όλα είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό του. Κοίταξε το κινητό του το οποίο έλεγε ημέρα Τετάρτη και έριξε ξανά την προσοχή του στον πίνακα. Τετάρτη και έπρεπε να κάνει 15 χιλιόμετρα για το κοντινότερο φαρμακείο. Δεν είχε καμία όρεξη για τέτοιο ταξίδι μέσα στη νύχτα. Περπάτησε μερικά βήματα και βρέθηκε ξανά κάτω από την βεράντα με το καροτσάκι και τον παππούλη. Από το βάθος του πεζόδρομου ακούστηκαν ρυθμικά τακούνια. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και άφησε το κινητό του, με το άλλο χέρι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Ακούμπησε ένα στα χείλι του και πίεσε τον αναπτήρα του. Ο ήχος από τα τακούνια ερχόταν όλο και πιο κοντά. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά και γύρισε το κεφάλι του προς τα τακούνια. Ξεκίνησε να κοιτάζει από χαμηλά. Πέδιλα, μαυρισμένες γάμπες και ένα εξαίσια ριγμένο μαύρο φουστανάκι πάνω στους μηρούς της. Ήταν γυναίκα και ήταν γεμάτη ερωτικό ρυθμό. Ενστικτωδώς – ανδρική αλληλεγγύη- γύρισε να κοιτάξει τον παππού στο μπαλκόνι. Είχε στρίψει ξανά το κεφάλι κατά τη μεριά που πριν χάθηκε ο σκύλος.

Άνοιξε το στόμα του και απελευθέρωσε το τσιγάρο από τα χείλι του. Η γυναίκα ολοένα και πλησίαζε με τον ίδιο ρυθμικό παλμό στα πόδια της. Η φαντασία παίζει περίεργα παιχνίδια μερικές φορές. Το σύνηθες φαντάζει εξαίσιο και το εξαίσιο σε αφήνει να το προσπερνάς αγέρωχα. Τα πόδια της πάντως ήταν καταπληκτικά. Από εκείνα τα ζευγάρια που θα θελε κανείς να πεθάνει τυλιγμένος γύρω τους. Γυμνός και ιδρωμένος. Άδειος από σκέψεις και γεμάτος ηδονή. Έβγαλε μια τούφα καπνού από το στόμα του και μετά αναρωτήθηκε ξανά για τη διεύθυνση του φαρμακείου που έπρεπε να πάει. Πάνες, πάνες, πάνες. Ο σκύλος είχε από ώρα φύγει αλλά το ζευγάρι των πράσινων θολών ματιών εξακολουθούσε να κοιτάζει κατά κει. Η γυναίκα όλο και ερχόταν και ήταν σα μια γιορτή να ξεκινούσε. Η σιλουέτα πλησίασε και άλλο και φάνηκαν τα μακριά καστανά μαλλιά που τρεμόπαιζαν ελεύθερα στους ώμους της. Ό,τι πριν έκρυβαν οι σκιές, τώρα ήταν μια φωτισμένη φωτογραφία. Ήταν έξοχη. Έμοιαζε να μη συμμετέχει στο υπόλοιπο περιβάλλον. Κάποιοι θα το έλεγαν και ψώνιο αλλά εκείνου του φάνηκε ότι δύο διαφορετικοί κόσμοι συναντήθηκαν. Σίγουρα δεν ήταν έρωτας. Αλίμονο! Ο έρωτας θέλει χρόνο. Ήταν μόνο μια εξαίσια γυναίκα που περπατούσε ανάλαφρα και έσερνε μαζί της στιγμιαίες αντρικές ονειρώξεις αποτελώντας ένα ευχάριστο διάλειμμα μιας καθημερινότητας που δεν είχε κατ’ ανάγκη επιλεγεί. Γύρισε ξανά και κοίταξε τα ογδόντα χρόνια εμπειρίας στο μπαλκόνι περιμένοντας για μια σιωπηρή συνωμοσία. Τζίφος. Ο γέρος εξακολουθούσε και κοίταζε στη γωνία που κάποτε ο σκύλος χάθηκε. Έφερε τα δύο του δάχτυλα στο στόμα, στριμώχνοντας μια τζούρα καπνού ακόμα μέσα του και μετά, πετώντας κάτω τη γόπα, την έλιωσε.

Η θηλυκή οπτασία χάθηκε στη γωνία. Εκεί που πριν λίγο χάθηκε και ο σκύλος. Οι δύο τους απέμειναν να κοιτάζουν στη γωνία. Κοίταζαν σταθερά και για ώρα. Διαφορετικές εμπειρίες, διαφορετικά θέλω, ίδιο αποτέλεσμα. Ο χρόνος βάρεσε το καμπανάκι του επιτέλους πριν εκείνος ξεκινήσει μια διαδρομή 15 χιλιομέτρων και ο παππούς χαθεί από το μπαλκόνι. Η νύχτα θα κατέληγε σε μια αλλαγή πάνας. Και για τον έναν αλλά και για τον άλλο. Η γυναίκα θα συνέχισε το λίκνισμα της και ο σκύλος το σημάδεμα της περιοχής του. Η ζωή συνεχιζόταν. Ξανά και ξανά.


* Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Αθήνα και εξακολουθεί να μεγαλώνει στην Αθήνα. Ιστορίες του έχουν δημοσιευθεί στο onestory.gr, στο protagon.gr , στο microstory.gr και στο ideostato.gr. Επίσης, διηγήματα του έχουν συμπεριληφθεί στα e-books «tweetstories» και «Το ταξίδι ενός χαρτονομίσματος» καθώς και στα βιβλία «Ιστορίες για την Ελλάδα» και «Summer Stories» του διαδικτυακού τόπου eyelands. Έχει λάβει επαίνους σε κάποιους διαγωνισμούς συγγραφής διηγημάτων ή ποίησης και έχει χάσει σε άλλους τόσους. Το πρώτο του βιβλίο ψάχνει αυτή τη στιγμή για εκδότη και ο ίδιος για λίγη ηρεμία στη ζωή του. Ενημερώνει – κυρίως στις απάνεμες νύχτες - με τις σκέψεις του το blog http://philipposgaliasos.blogspot.gr και κάπως έτσι η ζωή συνεχίζεται.
 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...