Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Διήγημα : Φεγγαρόσκονη


του Πάνου Ζώη (Ian Wicker) *

Στη σπηλιά δεν υπήρχε μάγισσα, ούτε μαγική σφαίρα. Όσο κι αν ψάξαμε, παρέα με το φόβο μας, δεν τα βρήκαμε. Φεγγαρόσκονη υπήρχε και ήταν χυμένη κάτω, ενώ αρκετή ήταν απλωμένη πάνω σε δυο βράχους και τους έκανε να δείχνουν παραμυθένιοι. Άλλωστε, κι εμείς σε παραμύθι νομίζαμε πως παίζαμε. Όχι μόνο τότε, εκείνη τη νύχτα στη σπηλιά, αλλά κι αργότερα.

Θελήσαμε να μαζέψουμε τη σκόνη του φεγγαριού. Ανακατεμένη, όμως, όπως ήταν με χώματα θα έχανε τη δύναμή της. Θέλαμε να μαζέψουμε μόνο αυτή, καθαρή φεγγαρόσκονη να είναι.

Η Δανάη άρχισε να τη μαζεύει με τα χέρια. Μέχρι που έβγαλε κραυγή και την πέταξε. Μαζί με τα χώματα. Τα χέρια της έγιναν κατακόκκινα.

Τρομάξαμε. Φύγαμε. Γυρίσαμε σπίτι. Δεν είπαμε τίποτα στη μάνα. Δεν τολμήσαμε. Ούτε πού πήγαμε, ούτε τι είδαμε, ούτε ποια αλήθεια βρήκαμε. Έστω την αλήθεια ενός παραμυθιού στο οποίο οικειοθελώς συμμετείχαμε. Για να μην αποδεχτούμε την πραγματικότητα.

Ο πατέρας ήταν ψαράς. Πιο πολύ του άρεσε να ξανοίγεται με τη βάρκα παρά να ψαρεύει. Ξανοιγόταν κάθε μέρα. Ψάρευε λίγες μέρες. Στο σπίτι έφερνε ψάρια μόνο όταν τελείωνε το αλεύρι και η μάνα δε είχε άλλο για να ζυμώσει. Τότε ψάρευε και μας έλεγε από την προηγούμενη μέρα τι ψάρι θα φέρει. Έλεγε σαργούς; Σαργούς έφερνε. Έλεγε γόπες; Έφερνε γόπες. Σε σημείο που, όταν έλεγε χταπόδι, έφερνε καμιά δεκαριά. Αυτά ειδικά μας κρατούσαν καιρό μακριά απ' την πείνα. Η μάνα τα έβαζε σε αλατόνερο και κρατούσαν. Όταν τα έψηνε, άναβε φωτιά στον κήπο. Τι κήπος δηλαδή; Μην φανταστείς με λουλούδια. Τίποτα σκόρδα και κρεμμύδια. Αλλά εμείς τα λέγαμε λουλούδια. Μια φορά ο πατέρας πήρε χρώματα και έβαψε τις πόρτες απ' το σπίτι. Την εξώπορτα και τις δυο εσωτερικές. Την εξώπορτα την έβαψε μπλε. Τη μια εσωτερική πόρτα την έβαψε πορτοκαλί και την άλλη πράσινη. Η μάνα ούρλιαξε. Τη μέρα που τις έβαψε ο πατέρας, εκείνη έλειπε στο διπλανό χωριό. Όταν γύρισε, κόντεψε να λιποθυμήσει. «Καρνάβαλο μου το' κανες το σπίτι», του' πε. Αλλά, το χρώμα είχε στεγνώσει. Οι πόρτες είχαν βαφτεί. Θυμάμαι που πήραμε κρυφά τα κουτάκια με το χρώμα που είχε περισσέψει και βάψαμε τα σκόρδα και τα κρεμμύδια. Από τότε τα λέγαμε λουλούδια. Από εκείνη τη μέρα ο πατέρας δεν ασχολήθηκε ξανά με το σπίτι. Νόμιζε πως θα ευχαριστούσε τη μάνα. Νόμιζε πως θα έσπαγε ένα χαμόγελο στα χείλη της βλέποντας τις βαμμένες πόρτες. Απέτυχε. Θύμωσε, έβρισε, δάκρυσε και περιορίστηκε στις δηλώσεις του για το ψάρεμα: θα φέρω σαργούς, γόπες, χταπόδια. Κι έφερνε σαργούς, γόπες και χταπόδια. Τώρα, το πώς τα έπιανε όλα αυτά, μας ήταν άγνωστο. Γιατί στη βάρκα δεν είχε ούτε δίχτυα, ούτε αγκίστρι. Τα κουπιά είχε μόνο. Και ένα μικρό σακί. Τα ψάρια τα έβαζε σ' αυτό το σακί. Όταν είχε φεγγάρι, έλειπε αρκετά. Απ' όταν άρχιζε αυτό να γεμίζει μέχρι που άρχιζε να χάνει. Έφευγε λίγες μέρες πριν την πανσέληνο, γυρνούσε λίγες μέρες μετά. Τότε, όταν έφευγε, σφιχταγκάλιαζε τη μάνα, σα να' ταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε. Αυτό το έκανε πάντα. Και πριν και μετά που έβαψε τις πόρτες. Εμάς καθόλου. Δεν μας αγκάλιαζε, δεν μας ακουμπούσε καν. Μας χαιρετούσε μόνο με το υψωμένο χέρι του. Από μακριά. Η μάνα δεν λυπόταν. Τουναντίον, μόλις ο πατέρας ξανοιγόταν με τη βάρκα, μας έφτιαχνε τηγανίτες. Σαν να γιόρταζε. Εμείς χορταίναμε τηγανίτες.

Τις νύχτες που ο πατέρας έλειπε, σκεφτόμασταν πως βρισκόταν πολύ βαθειά στη θάλασσα. Εκεί, η βάρκα βυθιζόταν κι εκείνος ακολουθούσε ένα δρόμο του βυθού. Ο πατέρας, με κάποιον μαγικό τρόπο, δεν πνιγόταν. Περπατούσε πάνω στο βυθό, πάνω σε τεράστια όστρακα, ίσως και κάποιο σελάχι να τον έπαιρνε στην ράχη του, για να ξεκουραστεί.. Μας έφερνε και αστακούς καμιά φορά. Σελάχι δεν είχε φέρει ποτέ. Πήγαινε κάτω, στο βυθό. Για ώρα πολλή, ίσως και για μέρες. Αυτά τα έλεγε κυρίως η Δανάη. Αυτή ήταν μεγαλύτερη από μένα κι εγώ την άκουγα με προσοχή. Με προσοχή και δέος. Η μόνη μου παρεμβολή στα λεγόμενά της ήταν όταν της έλεγα πως τον πατέρα θα τον κλέψει μια όμορφη γοργόνα. Η Δανάη εκνευριζόταν και μου απαντούσε «ποτέ». Τότε σταματούσε να μιλάει και πήγαινε στο πίσω μέρος του σπιτιού και έκλαιγε. Η Δανάη έκλαιγε περίεργα. Το κλάμα της θύμιζε ήχους δελφινιού. Είχε κάτι το χαρούμενο το κλάμα της. Δεν τη λυπόμουν που έκλαιγε, ούτε την παρηγορούσα. Περίμενα απλά να τελειώσει το κλάμα της.

Όταν μάθαμε το νέο, η Δανάη δεν έκλαψε. Από τότε, τα βράδια, έβγαζε εκείνον το μουντό ήχο των κοχυλιών, όταν τα βάζεις στο αυτί σου κι ας είχε το στόμα της κλειστό. Απ' τα σωθικά της έβγαινε ο ήχος. Αυτό μετά το μαντάτο. Μας το' πε η μάνα. Ότι ο πατέρας δεν θα ξαναγυρίσει. Ήταν μετά από πανσέληνο και τον περιμέναμε. Η μάνα είχε ψήσει ψωμί από το πρωί, αλλά ο πατέρας πουθενά. Πέρασαν δέκα μέρες. Η μάνα έψηνε καινούριο ψωμί κάθε μέρα. Αυτό δεν το αγγίζαμε. Το αφήναμε για εκείνον. Εμείς τρώγαμε της προηγούμενης μέρας. Αλλά ο πατέρας δεν φάνηκε ποτέ. Η Δανάη άργησε πολύ να ξαναβγάλει κλάμα. Μόνο τον ήχο του κοχυλιού έκανε στον ύπνο της. Εγώ δεν λυπήθηκα πολύ. Ήμουν σίγουρος πως ο πατέρας ζει στο παλάτι της γοργόνας που τον έκλεψε και πως είναι καλά. Αυτό δεν το είπα τότε στη Δανάη. Της το είπα πολλά χρόνια μετά. Μ' αυτόν τον καημό πέθανε η μάνα. Εγώ λέω πως πέθανε από τις τύψεις της που δε χάρηκε, όταν ο πατέρας έβαψε τις πόρτες του σπιτιού. Το πιστεύω ακόμα. Η Δανάη όχι.

Όταν πέρασαν μέρες μετά την πανσέληνο και ο πατέρας ήταν άφαντος, η μάνα άρχιζε να βλαστημά και να καταριέται. Να καταριέται μια Μάγισσα. Ότι αυτή τον πήρε. Ότι τον έχει φυλακισμένο στη σπηλιά.

Τη φεγγαρόσκονη ο πατέρας τη μάζευε εκεί γύρω, τις μέρες που πλησίαζε η πανσέληνος. Η φεγγαρόσκονη πέφτει απ' το φεγγάρι, όταν αυτό αρχίζει και γεμίζει και την πρώτη μέρα που αρχίζει και χάνει. Ο πατέρας ήξερε πού να τη βρει. Και μπορούσε να τη μαζέψει με τα χέρια του χωρίς να καεί. Δεν ξέρω πώς. Το έκανε όμως. Έτσι μας είπε η μάνα.

Μετά την πήγαινε στη Μάγισσα. Στη σπηλιά. Κι εκείνη του έβαζε ψάρια στη βάρκα. Αυτή ήταν η συμφωνία. Εκείνος τη φεγγαρόσκονη, εκείνη τα ψάρια.

Εγώ πιστεύω πως η μάγισσα ήταν γοργόνα. Πιστεύω πως ο πατέρας την αγάπησε. Πιστεύω πως της έβαψε το παλάτι με τα ομορφότερα χρώματα. Τους τοίχους, τις πόρτες, ακόμα και για τα ρούχα της θα έφτιαξε μοναδικά χρώματα
από φυτά των θαλάσσιων κήπων. Ο πατέρας πίστευε πως υπάρχουν θαλάσσιοι κήποι, ομορφότεροι απ' αυτούς που έχουν οι άνθρωποι πάνω στο χώμα. Το χώμα είναι για τους πεθαμένους, έλεγε. Πιστεύω πως και η γοργόνα τον αγάπησε πολύ.

Το είπα κι αυτό στη Δανάη. Πριν από λίγο καιρό. Και η Δανάη άρχισε να κλαίει πάλι και το κλάμα της είχε κάτι από τους ήχους του δελφινιού. Σήκωσε το χέρι της και με την παλάμη της σκούπισε τα δάκρυα. Στο μικρό της δάκτυλο φάνηκε εκείνο το μικρό σημάδι απ' το κάψιμο της φεγγαρόσκονης, που είχε γίνει τότε, όταν την έπιασε μαζί με χώμα. Τότε, τότε που ήδη ξέραμε.


* Ο Πάνος Ζώης (Ian Wicker) γεννήθηκε στα Γιάννενα στις 4 Νοεμβρίου του 1969. Σπούδασε κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη. Το 1997 επέστρεψε στην πόλη του, όπου ασκεί το επάγγελμα του κτηνιάτρου.  Στην ζωή του τον συντροφεύει η Τιτίκα  και το μεγάλο του πάθος: η συγγραφή. Έχει μια λατρεμένη κόρη, τη Σαββίνα, 6,5 ετών, που σκέφτεται πολύ και μιλά λίγο, ενώ η καθημερινότητά του διανθίζεται από τη θεατρικότητα της εξάχρονης, πολυαγαπημένης του Μυτρώς.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...