Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Διήγημα : Το σκοτάδι


του Κυριάκου Χαλκόπουλου *

Νομίζω ότι είναι το πιο ταιριαστό, το πιο σωστό πως αυτό το κείμενο γράφεται στα ελληνικά, για να εγκαταλειφτεί όμως σε ένα από τα παγκάκια απέναντι από το δάσος στην άκρη του πανεπιστημίου, όπου ίσως μονάχα κάποια από τις αγγλίδες καθαρίστριες θα το βρει. Μάλλον θα το αντιληφθεί ως ένα σκουπίδι, και θα το ξεφορτωθεί μαζί με τα ξερά φύλλα. Ποτέ, συνεπώς, δε θα διαβαστεί. Και μου φαίνεται αυτό όμορφο.

Και μου φαίνεται όμορφο όχι μόνο λόγω των ενδεχόμενων επιπλοκών που θα υπήρχαν αν το κείμενο διαβαζόταν. Αυτές ίσως να μην είναι τόσο αληθινές, καθώς βέβαια δε σκοπεύω να αναγράψω το όνομά μου εδώ, και κατά τα άλλα δε νομίζω ότι μπορώ να εντοπιστώ, ακόμα και αν το κείμενο διαβαστεί από κάποιον που ξέρει ελληνικά και συνεπώς θα καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολά του. Δε νομίζω ότι υπήρχε κάποιος άλλος σε εκείνον τον διάδρομο του πανεπιστημίου εκείνη την ώρα. Δε νομίζω ότι καθώς έφευγα, μέσα στο σκοτάδι, που τελικά έξω με κατάπιε, υπήρχε κανείς που θα με θυμάται. Έτσι δεν κινδυνεύω αληθινά ακόμα και αν διαβαστεί το κείμενο.
Όμως μου φαίνεται όμορφο να μη διαβαστεί, ενώ υπάρχει, ενώ δυνητικά θα μπορούσε- όλες οι προϋποθέσεις γι αυτό υπάρχουν- να διαβαστεί. Και μου φαίνεται έτσι διότι ήθελα να το γράψω, ήθελα, ακολούθως, να το αφήσω κάπου έξω, αλλά δεν ήθελα να το διαβάσει κανείς, διότι δε θέλω στ αλήθεια κανείς να ξέρει κάτι βαθύ για την ψυχή μου, για την ψυχή που το μαύρο βάθος της το ανακάλυψα το χθεσινό βράδυ.

Έτσι θα γράψω εδώ αυτά που θέλω, αφήνοντας μόνο γενικές πληροφορίες για το άτομό μου όσον αφορά τα στοιχεία εκείνα που θα γινόταν να χρησιμοποιηθούν για να αναγνωριστώ κάποτε εγώ ως ο συγγραφέας του κειμένου αυτού. Και θα ισχυριστώ ότι είμαι βέβαια ένας φοιτητής του πανεπιστημίου του Έσσεξ, όμως δε θα διευκρινίσω σε ποιόν κλάδο φοιτώ. Δεν έχει και μεγάλη σημασία άλλωστε. Σημασία έχει μόνο αυτό που έκανα το χθεσινό βράδυ. Σημασία έχει μόνο η ζωή μου στην Αγγλία, αλλά κυρίως η ζωή μου πριν να φτάσω εδώ, από την οποία όλα δείχνουν ότι γεννήθηκε η χθεσινή μου πράξη.
Είμαι δεκαοκτώ χρονών. Η ανατροφή μου ίσως να μπορούσε να εκτιμηθεί πως θα ήταν απαράλλακτη από εκείνη χιλιάδων άλλων παιδιών, στη μητρική μου πόλη, αν δεν ίσχυε ότι από πολύ μικρή ηλικία είχα εξαιρετικά κακή σχέση με τους γονείς μου. Αλλά την ίδια, και ακόμα χειρότερη, σχέση είχα με τα άλλα παιδιά, που τα μισούσα και τα φοβόμουν. Για την ακρίβεια, όσο το έχω σκεφτεί αυτό από εχθές, φαίνεται ότι δε τα φοβόμουν απλά, αλλά αισθανόμουν αληθινό τρόμο απέναντί τους, απέναντι στην σκέψη ότι μπορεί να διακατέχονται από κάποια κακή ορμή, που θα μπορούσε κάποτε να εκδηλωθεί εναντίον μου.
Εγώ νομίζω ότι από παλιά προσπαθούσα να συμπεριφέρομαι απέναντί τους με τον πιο ευγενικό τρόπο, με το στόχο να αποτρέψω αυτή την εξέλιξη. Το ίδιο έκανα και στη συνέχεια.
Γι αυτό και ένοιωσα αληθινά πολύ άσκημα όταν συνέβη, εδώ, στο πανεπιστήμιο, να γίνω θεατής κάποιας άσκημης σκηνής, να ακούσω κάποια λόγια που με πλήγωσαν, παρόλο που δε στρέφονταν καθόλου εναντίον μου καθαυτά.
Σε μία από τις τάξεις που παρακολουθώ υπάρχει και μία φοιτήτρια που είναι παραπληγική. Σίγουρα πίσω στην πατρίδα μου ένα τέτοιο θέαμα είναι ακόμα εξαιρετικά ασυνήθιστο καθώς αυτά τα δύσμοιρα άτομα εμποδίζονται από χίλιους παράγοντες να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους ως εκείνη τη βαθμίδα. Εδώ όμως σύντομα διαπίστωσα ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια, διασκορπισμένα βέβαια σε όλους τους κλάδους.
Αυτή η μαθήτρια είναι καθηλωμένη σε ένα καροτσάκι, και βασίζεται στη βοήθεια μιας συμφοιτήτριάς της- αν και δε μπορώ να είμαι σίγουρος αν αυτή είναι μία τέτοια, ή αν αντίθετα αποτελεί κάποιο μέλος του πανεπιστημίου που πληρώνεται γι αυτή την εργασία- για να περιφέρεται στις διάφορες αίθουσες. Λοιπόν αρχικά δεν είχα κάποια ιδιαίτερη εντύπωση γι αυτήν. Είχα παρατηρήσει ότι είναι σε καροτσάκι, αλλά δεν την κοίταξα πολύ. Αφορμή για να τη σκεφτώ στάθηκε η προαναφερθείσα κακή σκηνή, που διαδραματίστηκε έξω από μία από τις τάξεις, καθώς περίμενα να αρχίσει το μάθημα.
Εκεί έστεκαν δύο άγγλοι συμφοιτητές μου, και συνομιλούσαν χαμογελαστά. Αρχικά δεν παρατηρούσα αυτή τη συζήτηση, ωστόσο κάποια στιγμή συνέβη να διακρίνω καθαρότερα τι έλεγαν. Και συνειδητοποίησα ότι αναφέρονταν σε εκείνη την παραπληγική φοιτήτρια.
Συγκεκριμένα είχε γίνει κάποιο σχόλιο για το ένα από τα πόδια της, που χαρακτηρίστηκε «ατροφικό», και επίσης, με αφορμή αυτή του την ιδιότητα, «αποκρουστικό». Εκείνος που το ισχυριζόταν αυτό είχε πάρει μια έκφραση αηδίας. Ήταν ένας άσκημος άγγλος, ψηλός και παχύς, και θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι έμοιαζε αταίριαστο κάποιος με μία εμφάνιση με τα δικά της ελαττώματα να εκτιμά ότι είναι σε θέση να αποστραφεί εκείνων κάποιου άλλου. Τούτο όμως παράλληλα με έκανε να ενδιαφερθώ για το θέαμα που υπαινισσόταν, εκείνο το πόδι, και έτσι αποφάσισα να προσπαθήσω να το δω και εγώ. Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι ως τότε είχα δει εκείνη τη φοιτήτρια μόνο από το πάνω μισό μέρος του σώματός της, που έμοιαζε κανονικό, αν όχι σχετικά ευχάριστο στη θέα.
Έτσι καθ όλη τη διάρκεια της αναμονής μας για το μάθημα περίμενα στο διάδρομο, φεύγοντας από τον εξωτερικό χώρο όπου είχα ακούσει τους άγγλους. Η φοιτήτρια θα ερχόταν σίγουρα από εκεί, αφού δεν υπήρχε αλλού τρόπος πρόσβασης, παντού οι απότομες σκάλες εμπόδιζαν τη διέλευση ενός καροτσιού.
Και στάθηκα σε εκείνο το διάδρομο, κοιτώντας μπροστά μου. Τελικά την είδα να φαίνεται από την άκρη, και το βλέμμα μου χαμήλωσε.
Τότε όμως αισθάνθηκα ξαφνικά να με πλημμυρίζει ένας τεράστιος τρόμος. Αυτό καθώς είχα δει το πόδι της, το αριστερό της πόδι, που ήταν όντως κατά πολύ μικρότερο από το δεξί. Ένοιωθα ότι χάνομαι, και όμως η εικόνα πλησίαζε όλο και περισσότερο, παρόλο που με πίεσα να πάρω το βλέμμα μου από εκεί. Χρειάστηκε μία γιγαντιαία προσπάθεια για να καταφέρω να γυρίσω το σώμα μου, και όταν το πέτυχα μπήκα στην τάξη, παρόλο που αρχικά σχεδίαζα να βγω έξω, από εκεί όπου είχα έρθει.
Σε όλη τη διάρκεια της τάξης κοιτούσα κατά καιρούς εκείνη τη κοπέλα, το χαμογελαστό της βλέμμα, και σκεφτόμουν το μικρό πόδι. Όσο περισσότερο το συλλογιζόμουν το χαμόγελό της μου έμοιαζε ψεύτικο. Μήπως δεν αντιμετώπιζε καθημερινά με μία έκφραση ολότελα διαφορετική το θέαμα που την ανάμενε, όντας αναπόσπαστο μέλος του σώματός της, λίγο κάτω από εκείνο το ευδιάθετο πρόσωπο; Πώς ήταν δυνατό να κατορθώνει να εμφανίζεται στην τάξη, όταν μετέφερε ένα τέτοιο μέλος;
Όλες αυτές οι σκέψεις με αρρώσταιναν, αλλά παραδιδόμουν σε αυτές με μία νοσηρή σχεδόν ικανοποίηση, σα να ήθελα να βουλιάξω όλο και περισσότερο στη θέαση αυτής της ασκήμιας. Σκεφτόμουν, στην αρχή, σε αντιπαραβολή, πόσο τυχερός ήμουν εγώ, με το όμορφο και αρτιμελές σώμα μου. Έπειτα πόσο κολάσιμη τύχη είχαν άλλοι άνθρωποι. Όμως η απόφασή τους να φοιτήσουν σε ένα πανεπιστήμιο, όσο γενναία και αν θεωρούταν, δεν εγκυμονούσε τελικά παρά μόνο τέτοια απειλητικά σχόλια όπως εκείνα του άγγλου που είχα κρυφακούσει. Και από την άλλη και τη λυπηρή δική μου συνείδηση για τη μοίρα τους.
Τούτα συνέβησαν πριν από οκτώ ημέρες. Το μοναδικό μάθημα που είχαμε κοινό, ευτυχώς για την δική μου υγεία έπειτα από αυτές τις σκέψεις, ήταν εβδομαδιαίο, και έτσι μόνο χθες την ξαναείδα. Αλλά αυτή τη φορά με περίμενε ένα ακόμα χειρότερο συναίσθημα. Ένοιωθα, καθ όλη τη διάρκεια της ώρας που ήταν στην ίδια τάξη, κάτι απαίσιο. Αληθινά θυμόμουν πόσο εχθρικά είχα αντιμετωπίσει το σχόλιο εκείνου του άγγλου, αλλά τώρα πραγματικά σχεδόν εντυπωσιαζόμουν που ήταν σε εκείνον δυνατό να σταθεί απλώς σε αυτό, για να εξωτερικεύσει την αηδία του από το θέαμα εκείνης της φοιτήτριας. Η δική μου αηδία λοιπόν είτε ήταν πολύ μεγαλύτερη, είτε δεν έβρισκε καμία εξωτερίκευση, και έκρινα πως μάλλον ίσχυαν αμφότερα αυτά.
Ταυτόχρονα ένοιωθα ένοχος που αηδίαζα. Προσπαθούσα με χίλιους τρόπους να μην φαντάζομαι εκείνο το πόδι, αλλά επανερχόταν στη μνήμη μου. Τελικά δεν παρακολουθούσα καθόλου τα λεγόμενα του καθηγητή, και μόλις σήμανε η λήξη του μαθήματος, καθηλώθηκα στη θέση μου περιμένοντας να εγκαταλείψει πρώτα την τάξη εκείνη η κοπέλα.
Τώρα εύχομαι να είχα σηκωθεί αμέσως, και να είχα φύγει, ίσως ακόμα και τρέχοντας. Θα ήταν ίσως πολύ καλύτερο αυτό. Πάντως θυμάμαι ότι φαινόταν πως και εκείνοι οι δύο άγγλοι είχαν ένα αντίστοιχο σχέδιο. Ήταν καθισμένοι ακριβώς μπροστά μου, και αντάλλασαν από την ώρα που είδαν την κοπέλα διαρκώς πονηρές ματιές. Γιατί να με είχαν πειράξει τόσο πολύ όλα αυτά; Γιατί να σκεφτόμουν διαρκώς την προσπάθεια της- τάχα να ήταν αληθινή, τάχα να ήταν έτσι;- όταν ήταν μόνη της, ή με κόσμο, να μην κοιτάζει το πόδι της; Και όμως την σκεφτόμουν, και ήταν σα να ζούσα τότε μέσα στο μυαλό της, σα να ήμουν εγώ εκείνη η τρομακτική έγνοια για την εξαφάνιση του ποδιού από την σκέψη της, μία έγνοια πάντοτε παρούσα, που πολεμούσε έναν τεράστιο, επίμονο, αδηφάγο εχθρό.

Τελικά η τάξη άδειασε ολότελα, και τελευταία βγήκε και η κοπέλα, με την άλλη που κουνούσε το καρότσι. Περίμενα και άλλο. Το φως έσβησε και για μια στιγμή- για ένα λεπτό, για πέντε;- περίμενα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, αλλά μπορούσα εκεί να ζωγραφίσω στη φαντασία μου ολότελα την απαίσια έκφραση που θα πρέπει να είχε πάρει το πρόσωπό μου.
Αργότερα βγήκα, και άρχισα να βηματίζω στο διάδρομο, που ήταν έρημος.
Περπατούσα κυριολεκτικά σαν χαμένος, και μάλιστα έκανα και τη σκέψη μήπως είχα πάρει λάθος δρόμο. Ωστόσο συνέχισα να περπατώ, ώσπου, έπειτα από αρκετή ώρα, έστριψα προς μία κατεύθυνση, και εκεί σε μια στιγμή επέστρεψα πίσω από τον τοίχο.
Αυτό διότι είχα δει, στην άκρη του διαδρόμου, το καροτσάκι, και κατά συνέπεια και την κοπέλα.
Συνομιλούσε φαίνεται με την βοηθό της, που για λίγη ώρα τώρα θα την εγκατέλειπε, για κάποιον λόγο που δεν τον κατάλαβα. Άκουσα τη συνομιλία πίσω από τον τοίχο, και πραγματικά απορούσα αν οι αισθήσεις μου στον γυμνό διάδρομο είχαν οξυνθεί τόσο πολύ, ή αν απλώς τα φανταζόμουν όλα αυτά!
Τελικά άκουσα την άλλη κοπέλα να χαιρετά, και μόνο τότε, αποκτώντας κάποια δύναμη από την ανάμνηση ότι το καροτσάκι ήταν γυρισμένο προς την άλλη πλευρά από εκείνη όπου θα εμφανιζόμουν, μπροστά από κάποιες σκάλες, πρόβαλα και εγώ σε εκείνο το διάδρομο.
Ήταν τόσο ήρεμα. Περπατούσα προς το μέρος της. Δεν άκουγα τίποτα. «Τώρα θα γυρίσει και θα με δει, και θα της χαμογελάσω, πριν να κατέβω τις σκάλες» σκεφτόμουν. Όμως ποτέ δεν γυρνούσε. Έτσι για λίγο σταμάτησα μπροστά της, ενώ ακόμα είχε γυρισμένη την πλάτη της σε εμένα. Όμως σκέφτηκα ότι έτσι όπως είχα σταματήσει θα μπορούσε να τρομάξει αν ξαφνικά γύριζε. Μπροστά μας ήταν οι σκάλες, και ένα μεγάλο γυάλινο παράθυρο που έβλεπε κάτω, εκεί όπου ευχόμουν με όλες μου τις δυνάμεις να βρεθώ! Ξαφνικά εκεί κοιτώντας διέκρινα τη βοηθό της, να απομακρύνεται. Και τότε έκλεισα τα μάτια μου.
«Είναι γελοίο να υπάρχουν τέτοιοι εδώ. Είναι αποκρουστικό», θυμήθηκα το λόγο του άγγλου εκείνου, και τα γέλια του φίλου του. Και, ξαφνικά, με έπιασε μια τεράστια επιθυμία, μία επιθυμία αφύσικη, να ξαναδώ εκείνο το πόδι, σα να το είχα ολότελα λησμονήσει. Μα όλα ήταν τρελά εκείνη τη στιγμή, η σιωπηλή παραμονή μου πίσω από την κοπέλα στον διάδρομο όπου ήμασταν μόνοι μας, ότι έκλεισα τα μάτια μου πίσω της, λες και δε μπορούσα να σκεφτώ πως αν γυρνούσε τότε σίγουρα θα τρόμαζε, και, τέλος, χειρότερο όλων ήταν αυτή η παράλογη θέληση να δω εκείνο το πόδι ξανά!
Έτσι έσκυψα από πάνω της, όσο μπορούσα πιο ήσυχα, αλλά τότε, σε μια στιγμή, άρχισε να γυρίζει!

Φοβήθηκα. Πώς θα της εξηγούσα τι έκανα εκεί; Μα ποια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει γι αυτό που έκανα πέρα από τη μόνη αληθινή, την τόσο δυσάρεστη; Και σε μια στιγμή, για να εμποδίσω να με δει, δίχως καν σχεδόν να ξέρω τι κάνω, έδωσα μια δυνατή κλωτσιά στο καροτσάκι, και το είδα να γκρεμίζεται στις σκάλες. «Ας μη γυρίσει προς το μέρος μου!» σκεφτόμουν ολοένα, και έπειτα άρχισα να τρέχω μακριά, βέβαιος ότι τώρα κάποιος θα εμφανιζόταν, τραβηγμένος από την κραυγή!
Όμως δεν εμφανίστηκε κανείς. Και δεν πρέπει να με είδε εκείνη η κοπέλα. Σε λίγο είχα βγει έξω, περπατούσα στο σκοτάδι, σκοτεινιασμένος, με τη σκέψη στο έγκλημα μου στο βάθος του διαδρόμου. Αυτή είναι η ιστορία μου, αγαπητέ αναγνώστη. Γιατί την έσπρωξα; Αυτό δεν το ξέρω, και δεν το ξέρω παρόλο που από τότε το σκέφτηκα τόσο πολύ. Ίσως να ήταν ο φόβος ότι θα με κατηγορήσει ότι την αντιμετώπιζα σαν ένα θέαμα. Ίσως να θεωρούσα ότι δε θα άντεχα το ενοχλημένο βλέμμα της, και πως θα ήταν καλύτερα, αληθινά καλύτερα, ακόμα και να αφανιστεί παρά να το δω αυτό.
Όπως και να έχει στο επόμενο μάθημα ελπίζω ότι δε θα τη δω. Και όσο και αν γελούν, ή ευχαριστιούνται, εκείνοι οι δύο άγγλοι με μια τέτοια εξέλιξη, εκείνοι έμειναν μόνο στα φαρμακερά λόγια, ενώ εγώ, που νόμιζα ότι είμαι τόσο πιο ευαίσθητος, ίσως ακόμα και να την τραυμάτισα, ίσως ακόμα- αν και δε θέλω να το σκεφτώ αυτό- να της αφαίρεσα τη ζωή!


* Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Ένεκεν, Εντευκτήριο, Δέκατα, Ίαμβος, Αντί επιλόγου κ.α.) και στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία). Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.


 
2013 | ιδεόστατο από την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK Deluxe Templates. WP by Masterplan
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...