της Ελισάβετ Αρκολάκη *
Θυμάμαι σαν σε όνειρο τη μάνα μου να μου λέει λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, είκοσι χρόνια πριν, πως η ζωή που μας προσφέρεται έχει τη μορφή ενός πακέτου δώρου. Το περιτύλιγμα μπορεί να είναι από άκρως εντυπωσιακό έως και αποκρουστικό ενώ το ίδιο το πακέτο κυμαίνεται από μέγεθος σπιρτόκουτου μέχρι μέγεθος κούτας ψυγείου. «Το πακέτο δεν το επιλέγεις, ό,τι σου λάχει. Είναι όμως άδειο και με τα χρόνια καλείσαι εσύ ο ίδιος να το γεμίσεις. Φυλάς όμορφα, φυλάς άσχημα, πετάς τα άχρηστα. Να θυμάσαι να πετάς τα άχρηστα», μου είπε.
Αυτό όμως που δεν ανέφερε και που μου πήρε μια ζωή ολόκληρη για να το καταλάβω είναι πως το κατά πόσο όμορφο, το κατά πόσο προσωπικά ικανοποιητικό θα μπορούσε να είναι τελικά το περιεχόμενο του πακέτου είναι αποτέλεσμα εγωισμού. Είναι το αποτέλεσμα μιας λέξης που φοβόμαστε ακόμα και σήμερα να προφέρουμε μιας και είναι πάντα, άρρηκτα συνδεδεμένη ως έννοια με όλα τα δεινά του κόσμου.
Γεννήθηκα το '50. Το μυαλό μου έκοβε και ήμουν καλή στα μαθήματα. Στην τελευταία τάξη του σχολείου κέρδισα το 1ο βραβείο σε έναν σχολικό διαγωνισμό και αυτό μου εξασφάλισε μια υποτροφία σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου και μια δουλειά που θα με βοηθούσε να συντηρήσω τον εαυτό μου στο εξωτερικό. Το ήθελα σαν τρελλή. Την γλώσσα την ήξερα. Το μόνο που έλειπε ήταν μια υπογραφή από τον κηδεμόνα μου*.
Ο πατέρας μου αρνήθηκε. «Ο ρόλος της γυναίκας είναι να παντρευτεί και να κάνει παιδιά» μου δήλωσε. Δέχτηκε όμως να μου επιτρέψει να πάω σε μια σχολή γραμματέων στην περιοχή μας, μιας και η γραμματειακή υποστήριξη εθεωρείτο ένα αξιοπρεπές επάγγελμα για μια γυναίκα και έτσι θα παρέμενα κάτω από τον έλεγχό του μέχρι να παντρευτώ. Όταν τελείωσα τη σχολή έπιασα δουλειά σε μια μικρή εταιρία. Εκεί γνώρισα τον Γιώργο, υπάλληλο στο καφενείο της γειτονιάς όπου δούλευα και που έμελλε να γίνει ο σύζυγός μου.
Ήταν ένας ήρεμος, γλυκός και χαμηλών τόνων άνθρωπος, 8 χρόνια μεγαλύτερός μου, με έναν αποτυχημένο γάμο στο ενεργητικό του αλλά χωρίς παιδιά. Ο πατέρας μου δεν τον ενέκρινε. Κατά πρώτον εξαιτίας του διαζυγίου στο ιστορικό του και κατά δεύτερον γιατί ο άντρας, για να μπορεί να λέγεται άντρας, δε νοείται να είναι μαλθακός.
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που πάτησα πόδι. Δεν θα έπαιρνα ποτέ κάποιον που θα τον διάλεγε ο πατέρας μου, κάποιον σαν τον πατέρα μου. Με τον Γιώργο παντρευτήκαμε μέσα σε ένα χρόνο και φύγαμε από την επαρχία. Κάναμε ένα νέο ξεκίνημα στην πρωτεύουσα μετά από δική μου παράκληση. Εκεί φέραμε στον κόσμο δυο αγόρια και παράλληλα με τον Γιώργο, δούλεψα κι εγώ όλη μου την ζωή για να μην τους λείψει τίποτα.
Έλειψαν όμως πολλά σε εμένα. Πάντα ονειρευόμουνα από παιδούλα ταξίδια, εμπειρίες σε μακρινούς τόπους, σπουδές, ελευθερία, ανεξαρτησία. Ως παντρεμένη αποζητούσα χρόνο που ποτέ δεν είχα για να καταπιαστώ με τις τέχνες, συγκεκριμένα με τη ζωγραφική, το γράψιμο και το κέντημα που τα αγαπούσα και στα οποία είχα ταλέντο. Θα ήθελα, αχ πόσο θα ήθελα να μπορούσα να δω πως μοιάζει η ζωή σε μονοπάτια που ξεφεύγουν από τις σταθερές για τις γυναίκες της εποχής και της τάξης μου.
Συχνά αναρωτιόμουν αν είχα άραγε επιλογή. Θα μπορούσα να τα έχω κάνει όλα αλλιώς; Θα μπορούσα να έχω ποτέ αντισταθεί στον πατέρα και τις νόρμες μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας; Θα μπορούσα να στεναχωρήσω τη μάνα μου; Θα μπορούσα να έχω γίνει ποτέ "ανήθικη", να έχω συνάψει δηλαδή προγαμιαίες σχέσεις και να δοκιμάσω ελευθερίες που τα σημερινά κορίτσια απολαμβάνουν ασυζητητί; Θα μπορούσα να έχω ακολουθήσει στις αρχές του '70 έναν τέτοιο τρόπο ζωής χωρίς τον φόβο πως θα με σφάξει ο πατέρας μου, χωρίς τύψεις και φόβο πως ρισκάρω το μέλλον και την επιβίωσή μου, όντας, απλά, γυναίκα;
Ο Γιώργος ήταν υπέροχος άνθρωπος. Καρδιά μάλαμα. Και με αγάπησε. Αλλά η αλήθεια είναι πως εγώ δεν τον αγάπησα ποτέ έτσι όπως πρέπει να αγαπάει μια γυναίκα τον άντρα της. Ήταν απλά η σωτηρία από την δυναστεία του πατέρα μου. Το αντίθετο του πατέρα μου. Δεν έζησα τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, όπως τον περιέγραφαν στις νουβέλες που διάβαζα κρυφά στα αγγλικά, γλώσσα που έμαθα για να μπορώ να φέρνω "περίεργα" βιβλία στο σπίτι και να διαβάζω ό,τι τραβάει η ψυχή μου χωρίς έλεγχο και λογοκρισία. Τον Γιώργο τον ένιωσα φίλο. Συνεργάτη στην δουλειά "οικογένεια" που αναλάβαμε παρέα. Συγχρόνως όμως τον μίσησα γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αυτό το κάτι παραπάνω. Στο πρόσωπό του έβλεπα όλα αυτά που ποτέ δεν θα ζήσω και που ποτέ δεν θα νιώσω.
Μάνα μου, έχοντας τώρα περάσει τα 60, με τον άντρα μου νεκρό και τα παιδιά μου παντρεμένα, νιώθω ένα πυκνό κενό να κάθεται πάνω στο στήθος μου και να με πλακώνει. Μέσα στη μοναξιά μου, τώρα που έχω την πολυτέλεια του χρόνου να κάτσω και να σκεφτώ τα όσα έχουν συμβεί, κλαίω. Λυπάμαι και ζητάω συγγνώμη από τη ζωή, από τα παιδιά, τον άντρα και τον εαυτό μου.
Πίστευα πάντα πως ό,τι έκανα ήταν καλώς καμωμένο. Πως έκανα αυτό που έπρεπε. Κι όμως, μάνα, ξέρεις τι αναγνωρίζω τώρα; Τα χαμένα όνειρα και τα καταπιεσμένα θέλω έσταζαν πίκρα, θυμό, θλίψη και φαρμάκι στην οικογένεια που δημιούργησα. Τώρα αντιλαμβάνομαι πως τους πλήγωνα, μη συνειδητοποιώντας πως ενώ μπορεί να μην ξέρουν το τι σκέφτομαι, αισθάνονται. Όλα τα άσχημα και αρνητικά έρρεαν ποτάμι από τους πόρους του δέρματός μου. Έγινα με τον καιρό άνθρωπος δεσποτικός άθελά μου. Απαιτούσα πολλά από όλους τους, θύμωνα και κάκιωνα χωρίς να δίνω εξηγήσεις γιατί ενδόμυχα πίστευα πως μου χρωστάνε. Μου χρωστάγανε, μάνα, για την χαμένη, την άλλη ζωή που θα μπορούσα να είχα ζήσει, τη ζωή που θυσίασα για χάρη τους, τη ζωή που μου στέρησε η ύπαρξή τους.
Μάνα δυστύχησα. Απέτυχα. Δεν υπήρξα αρκετά εγωίστρια για να διεκδικήσω τα θέλω μου. Σκέφτηκα τον κόσμο. Εσένα, τον πατέρα. Τον κόσμο και τα πρέπει του. Δεν τόλμησα να γεμίσω το πακέτο που μου προσφέρθηκε την μέρα που με έφερες στον κόσμο με ό,τι στα μάτια τα δικά μου φάνταζε ωραίο, άξιο. Κι εσύ όμως φέρεις ευθύνη. Δεν μου πες, ίσως φοβήθηκες, πως ο εγωισμός σαν έννοια έχει επίτηδες αμαυρωθεί γιατί είναι βλαβερός και μίασμα στα πρέπει και τις νόρμες τις κοινωνίας μας, μιας κοινωνίας που τόσο σθεναρά αντιστέκεται και συνθλίβει τη μονάδα. Πως η μονάδα οφείλει να αντισταθεί, ακόμα και να στεναχωρήσει τους γύρω της προκειμένου να μην δυστυχήσει η ίδια και όλοι όσοι θα βρεθούν στο μέλλον δίπλα της. Άνθρωπος με όνειρα και δίψα του εγώ καταπιεσμένα μπορεί μόνο να δυστυχήσει.
Άργησα να καταλάβω πως μόνο ο ευτυχισμένος εγωιστής με το γεμάτο με ωραία πακέτο, είτε μικρό είτε μεγάλο, θα μπορέσει να προσφέρει ωραία και στον περίγυρο. Ό,τι βάζεις, ό,τι φυλάς εκεί μέσα, αυτό θα προσφέρεις. Εγώ, η κόρη σου, καταρρακώνοντας το εγώ μου, γέμισα με πολλά άσχημα και πρόσφερα άλλα τόσα. Αυτό το μάθημα θα δώσω στα παιδιά μου. Και εύχομαι κάποια μέρα να με συγχωρέσουν.
Σ.σ. Οι νέοι ενηλικιωνόντουσαν εκείνη την εποχή στα 21.
* Η Ελισάβετ Αρκολάκη γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και Global Marketing. Επαγγελματικά ασχολείται με το Online Marketing. Η αγάπη της για τα ταξίδια την έχει οδηγήσει στο να μετοικήσει σε Γαλλία, Μάλτα, Ισπανία, Νορβηγία και να ταξιδέψει πολύ. Η αγάπη της για τις λέξεις την οδήγησε σε μια συνεργασία με το περιοδικό SOUL της Athens Voice. Επόμενος στόχος είναι η έκδοση του 1ου της βιβλίου. [ blog ] [ facebook ] [ twitter ] [ e-mail ]